θλίβεσαι γι' αυτόν; Και τι δεν καταριέσαι
τον μισητότατον απ' τους θεούς θεόν ετούτον,
που το αγαθό σου δόλια επρόδωκεν εις τους ανθρώπους;
Στη συγγένεια βαρυταίριαχτ' είναι η δικαιοσύνη.
Σύμφωνος είμαι. Αλλά το λόγο του πατέρα
πώς είναι δυνατό να παρακούσης;
Τούτο περσότερο δεν το φοβάσαι;
Πάντα εσύ άσπλαχνος κι' άγριος είσαι.
Σε τίποτε δεν ωφελεί θρήνος για τούτον.
Και για τ' ανώφελα μάταιος είν' ο κόπος.
Ω εσύ πολυμίσητη των χεριών μου τέχνη.
Τι οκνεύεις; Των τωρινών ετούτων πόνων
αιτία δεν είν' η τέχνη σου, να στο πω έτσι.
Όμως αυτή ενός άλλου ας είχε λάχει κλήρος.
Όλα μελλάμενα μας είναι, εξόν μονάχα
τους θεούς να ορίζουμε, κι' άλλος κανένας
ελεύθερος δεν είναι εκτός ο Δίας.
Γνωρίζω το και δεν μπορώ ν' αντιλογήσω.
Δεν καταπιάνεσαι λοιπόν αυτόν να δέσης
εις τα δεσμά, μη σε νοιώση να οκνεύης ο πατέρας;
Νά, μπροστά σου ιδές της χειροπέδες.
Στα χέρια του βάνοντάς τες δυνατά και στέρεα
κτύπα με το σφυρί και κάρφωσ' τα στο βράχο.
Τελειώνει όπου και νάν' και δεν αργεί το έργο τούτο.
Πιότερο χτύπα, σφίγγε και χαλαρωμένα
τα δεσμά πούπετα μην αφήνης. Γιατί άξιος είναι
και στα πλέον αμήχανα γλυτωμό ναύρη.
Ατράνταχτα είναι αυτός ο ώμος δεμένος.
Και τον άλλο κάρφωσ' τον τώρ' ασφαλισμένα,
να μάθη ο δόλιος πως είν' αδεξιώτερος του Δία.
Εξόν αυτός άλλος δεν δύναται κανένας
δίκηο παράπονο να έχη μαζί μου.
Τώρα με σφήνας αδαμάντινης μυτερό δόντι
κάρφωσ' του δυνατά τα στήθη πέρα ως πέρα.
Αχ, για τους πόνους σου, Προμηθέα, στενάζω.
Και πάλι οκνεύεις συ και για του Δία
τους εχθρούς στενάζεις; Κύτταξε μη λάχη
να λυπηθής τον εαυτό σου καμμιά μέρα.
Δεν βλέπεις θέαμα κακοθώρητο στα μάτια;
Βλέπω να λαμβάνη αυτός όσα του αξίζουν.
Όμως τα δεσμά βάλε του στα πλευρά γύρω.
Κι' αυτό να πράξω θέλω. Μη πολυπροστάζης.
Να μην προστάζω; Και με κραυγές ακόμα
θα σου φωνάξω εγώ. Προχώρα κάτω
και στα δεσμά τα σκέλη δέσμεψέ του.
Και τούτο εγίνηκε με λίγο κόπο.
Των ποδιών τώρα τα σίδερα δυνατά χτύπα,
γιατ' άγριος είναι τός που επρόσταξε το έργο.
Άγρια όμοια είν' η γλώσσα σου με τη μορφή