«Όχι ο Βάγκνερ;».
«Όχι. Θεωρούσε μακροσκελείς τις συνθέσεις του και πομπώδεις, ενώ ο Βέρντι, ο Ροσίνι, ο Ντονιτσέτι, είναι όλοι γεμάτοι ζωντάνια και χαρά. Τέλος πάντων, εξαιτίας αυτού κατάφερα να μάθω λίγα ιταλικά και με παρότρυνε να έρθω εδώ και να σπουδάσω. Συνήθιζε να λέει ότι είναι περισσότερο "Ρωμαίος" παρά "Ούννος"! Περίμενε λίγο: "Studente sono, e povero". «Είμαι ένας φτωχός μαθητής – Γκουαλτιέ Μαλντέ, ναι;».
Ο Τζιουζέπε γέλασε, πράγμα που έκανε το πρόσωπό του να πονέσει ξανά. «Μην ανησυχείς, δεν είμαι ο Κόμης, αν είναι αυτό που σκέφτεσαι. Μήπως ο πατέρας σου είναι ο Καμπούρης;».
«Όχι, δεν είναι ο Ριγκολέτο και εγώ δεν είμαι η Τζίλντα. Γνωρίζεις από όπερα;».
Η Μαρία -αυτό ήταν το όνομά της- τον βοήθησε να βγάλει το σακάκι και το πουκάμισό του. Και τα δύο ήταν σκισμένα και ματωμένα, και μετά πήγε να τον βοηθήσει να βγάλει το γιλέκο του, αλλά εκείνος τραβήχτηκε. «Ω, έλα σε παρακαλώ, είμαι νοσοκόμα, τα έχω δει όλα πολλές φορές. Πρέπει να δω πόσο άσχημα είσαι χτυπημένος».
Απρόθυμα και νιώθοντας παραδόξως ντροπαλός, την άφησε να βγάλει το γιλέκο πάνω από το κεφάλι του. Είδε τις μελανιές που του έκαναν αυτοί που του επιτέθηκαν. Εξέτασε με προσοχή τα πλευρά του κι εκείνος τινάχτηκε από τον πόνο όταν τον άγγιξε.
«Λυπάμαι. Νομίζω ότι μάλλον έχεις ένα σπασμένο πλευρό. Δεν μπορώ να κάνω πολλά γι' αυτό, απλά πρέπει να κάνεις υπομονή μέχρι να γιατρευτεί».
Τον έπεισε να βγάλει το παντελόνι του και κοίταξε τα κοψίματα και τις μελανιές στα πόδια του από το κλωτσίδι που του είχαν δώσει. Εκείνη άγγιξε μια μελανιά και τραβήχτηκε πίσω. «Συγγνώμη, πόνεσε αυτό;».
«Όχι, απλά δεν με έχουν αγγίξει ποτέ εκεί. Ένιωσα περίεργα».
Αφού τον εξέτασε και πάλι σχολαστικά, είπε: «Δε νομίζω ότι υπάρχει κάτι άλλο σπασμένο εκτός από τα πλευρά. Θα σε βάλω στο κρεβάτι και θα πάω να πάρω λίγη αλοιφή για τις πληγές».
Τον έβαλε προσεκτικά στο κρεβάτι, έβγαλε τις πιτζάμες κάτω από το μαξιλάρι του και αφού του αφαίρεσε όλα τα ρούχα, τον βοήθησε να τις φορέσει και μετά τον έβαλε να ξαπλώσει.
«Μπορείς να μου δώσεις ένα κλειδί για να μπορέσω να μπω μόνη μου;».
«Μετακόμισες κιόλας εδώ;».
Εκείνη κοκκίνισε. «Όχι βέβαια, δεν εννοούσα… Απλώς δεν θέλω να σηκωθείς για να μου ανοίξεις, αυτό είναι όλο». Κοκκίνισε ξανά. Έβαλε το πανωφόρι της, πήρε την τσάντα της που είχε αφήσει πάνω στο τραπέζι και το κλειδί από το κατεστραμμένο του παντελόνι, και έφυγε.
Ο Τζιουζέπε κοιμήθηκε και πάλι, αλλά ξύπνησε όταν άκουσε την πόρτα να ανοίγει. Ήταν αρκετά σκοτεινά κι εκείνη μπήκε στο διαμέρισμα στα νύχια των ποδιών της χωρίς να ανοίξει το φως. Είχε φέρει μια σακούλα με ψώνια μαζί της, που την έβαλε πάνω στο τραπέζι και άρχισε να την ψαχουλεύει. Εκείνος σάλεψε μέσα στον ύπνο του. «Συγνώμη που σε ξύπνησα, έφερα μερικά πράγματα