«Τότε θα πρέπει κάποιοι άντρες να φιλοξενηθούν σε σπίτια ιδιωτών».
«Θα πληρώσετε ενοίκιο;».
«Δεν το γνωρίζω αυτό. Δε νομίζω».
Ο άντρας έδειξε ενοχλημένος. «Ισχυρίζεσαι ότι μας απελευθερώνεις, αλλά σε εμένα φαίνεται ότι εσείς είστε χειρότεροι από τους Τούρκους». Στράφηκε πίσω στους Έλληνες που περίμεναν ανυπόμονα, και τους μίλησε πολύ γρήγορα στη γλώσσα τους. Γυρνώντας πίσω, είπε: «Θα σε πάμε στον δήμαρχο. Θα πρέπει να τα εξηγήσεις όλα σ’ αυτόν».
Ο Γκραμάτικα διέταξε τον Τζιουζέπε να πάει μαζί με τον γέρο. Εκείνος οδήγησε τον Ιταλό σε ένα άλλο γραφείο, όπου ένας παχουλός ντόπιος αξιωματούχος, καθισμένος και ιδρωμένος πίσω από ένα γραφείο, του συστήθηκε ως δήμαρχος του νησιού. «Ναι;», είπε.
Από τη συζήτηση που ακολούθησε, ο δήμαρχος φάνηκε να αναστατώνεται όσο ο γέρος του έλεγε τι είχε ακούσει από τον Τζιουζέπε. Ο γέρος στράφηκε πίσω για να μιλήσει στους Ιταλούς! «Είναι όπως σας τα είπα. Δεν έχουμε ανάγκη από απελευθερωτές και δεν έχουμε δωμάτια για τους άντρες σου, εκτός κι αν είστε διατεθειμένοι να πληρώσετε».
Ο Τζιουζέπε έμεινε αποσβολωμένος. «Καταλαβαίνω. Θα πρέπει να το συζητήσω με τον διοικητή μου. Σας ευχαριστώ». Έφυγε με την ουρά στα σκέλια, τρέχοντας έξω, και πήγε για να αναφέρει όσα ειπώθηκαν.
«Δεν θέλουν να απελευθερωθούν;». Ο Γκραμάτικα έμεινε κατάπληκτος. «Λοιπόν, δεν εξαρτάται από αυτούς να αποφασίσουν τι θέλουν». Και συνέχισε, κόντρα σε κάθε λογική: «Τους απελευθερώνουμε όπως και να έχει. Να τους γίνει κατανοητό, και πες τους να μας διαθέσουν στρατιωτικές κατοικίες. Αν δεν θέλουν να συνεργαστούν, θα πρέπει να τους αναγκάσουμε».
Ο Τζιουζέπε πήγε πίσω στο γραφείο του δημάρχου. Ο γέρος Έλληνας ήταν ακόμα εκεί. Στο γραφείο τώρα υπήρχε ένας στρογγυλός μπρούτζινος δίσκος πάνω σε ένα τρίποδο με ένα μεγάλο δίσκο πάνω του. Στον δίσκο υπήρχαν δύο μικρά άδεια φλιτζάνια. Ο δήμαρχος υποδέχτηκε τον Τζιουζέπε, δείχνοντάς του μια ελεύθερη καρέκλα, και ο Ιταλός κάθισε.
«Καφέ;», τον ρώτησε, και όταν εκείνος έγνεψε καταφατικά, φώναξε σε κάποιον στο διπλανό δωμάτιο. Μια γραμματέας ήρθε και πήρε τον δίσκο. Δεν είπαν τίποτα, μέχρι που η κοπέλα επέστρεψε με τον δίσκο και τρία φλιτζάνια δυνατού γλυκού καφέ, αγαπημένου, τόσο των Ελλήνων, όσο και των Τούρκων. Όλοι πήραν από ένα φλιτζάνι. Ο Τζιουζέπε ήπιε μια μεγάλη γουλιά. Συνηθισμένος στον δυνατό ιταλικό εσπρέσο, έμεινε έκπληκτος από τη γλυκύτητα του καφέ και το ότι γέμισε το στόμα του με κατακάθια από τον πάτο του φλιτζανιού. Τα κατάπιε, προσπαθώντας να μην δείξει την δυσφορία του.
Ο δήμαρχος είπε κάτι και ο γέρος μετέφρασε: «Λοιπόν;».
Ο Τζιουζέπε επανέλαβε αυτά που του είχε πει ο διοικητής του. Οι Έλληνες πρέπει να βρουν στέγη για τους Ιταλούς και δεν θα πρέπει να περιμένουν να τους καταβληθεί ενοίκιο. Το νησί τώρα τελούσε υπό τον έλεγχο ιταλικής διοίκησης