Φυλλάδες του Γεροδήμου. Eftaliotis Argyris. Читать онлайн. Newlib. NEWLIB.NET

Автор: Eftaliotis Argyris
Издательство: Public Domain
Серия:
Жанр произведения: Зарубежная классика
Год издания: 0
isbn:
Скачать книгу
δεν τους παραξενεύουνταν. Εμείς τάχα γιατί τόση ακαταδεξιά!

      Ποιος κάθισε να συλλογιστή ταπέραντο το χασομέρι, ταπέραντο το κρίμα, που αναγκάζεται το ρωμιόπουλο να ξεμάθη μια γραμματική και να μάθη μιαν άλλη, άφησε που μήτε τη μια δεν μπορεί να ξεμάθη, μήτε την άλλη δεν καλομαθαίνει; Ποιος άνοιξε κορακίστικο βιβλίο, και να το κλείση μάνι μάνι, και να πάη στους δασκάλους να πη. Φτάνει σας πια, το παραξηλώσετε· πήρετε την πόρτα στον ώμο σας. Σας ορίσαμε δασκάλους, και μας βγαίνετε ιστορικοί, ρητόροι, δαιμόνοι. Ως κ' εφημερίδες μας γράφετε! Πού ακούστηκε τέτοιο πράμα! Ύστερ' από τους παλαιούς τους Αιγυπτίους παπάδες, σε ποιο έθνος έγεινε μονοπώλι η γλώσσα κ' η σοφία; Αμέτε στο καλό. Αφήστε τη φιλολογία στα χέρια των παιδιών του λαού, να μάθη κι ο λαός κατιτίς. Διδάξτε το έθνος ναγαπάη και να σέβεται την καταφρονεμένη του τη γλώσσα, να πάρη λιγάκι απάνω του, και να μας το δείξη πως ζη.

      Ποιος πήγε, μα και ποιος έμεινε να τα πη αυτά στους δασκάλους! που μας έχει όλους από τη μηχανή του βγαλμένους, άλλον κουτσό, άλλον τυφλό, κι άλλον αλλοίθωρο! Σύγκριση δεν έχει ο Τούρκικος ο ζυγός με τη δύναμη του δασκαλισμού μας! Όλοι μας μαζί του πηγαίνουμε τώρα, γιατί όλοι μας φορούμε τα γυαλιά που μας έβαλε. Και το νόστιμο, εκείνοι που γράφουνε σήμερα τα χερότερα κορακίστικα είναι κ' οι πιο φανατικοί οπαδοί τους. Άμα κανένας δεν ξέρη να καλοκλίνη το &κύων&, σκυλί γίνεται αν του προσβάλης την κορακίστικη. Ρωμαίικο κι αυτό. Κι αυτό με το λόγο του. Από την πολλή την εθνική μας την περηφάνεια, ταγαπούμε τα σκουλήκια που κρυφοτρών τη ρίζα της ρωμιωσύνης.

      Χαρήτε το καλοί μου σοφοί, για τα σας έγεινε το έθνος! Τυραννείτε το, και μη φοβάστε! Μια κατάρα δε θα σας ξεστομίση το έθνος.

      Κ' ΞΑΠΛΩΜΕΝΟΣ

      Έτυχε ποτέ σου να δης φάντασμα, από μέσα κιβούρι, κι απ' έξω άσπρο, καθάριο σεντόνι; Να τρομάζης, και να πολεμάς να το ξεφύγης, κι όλο να τακολουθάης το στοιχειό; Να τρέμουν τα σκέλια σου, και να μην πέφτης χάμω, μόνο να πηγαίνης κατόπι του ώσπου να σε φέρνη στο Κοιμητήριο, να σου δείχνη τα μνήματα ένα ένα, να σε κάνη να διαβάζης τις πλάκες τους, να γονατίζης εμπρός τους, ύστερα να σε προστάζη να ξαπλώνεσαι και να θαρρής πως είσαι και συ θαμμένος μέσα στο Κοιμητήριο; Να το ξέρης πως μπορείς να σηκωθής, να τρέξης και να φύγης έξω στο ζωντανό τον κόσμο, και πάλι να μην μπορής, γιατί δεν το θέλει το φάντασμα; Κ' έτσι να γίνεται η θέλησή του δική σου, και να μένης εκεί ξαπλωμένος και μισαποθαμμένος, και να φαντάζεσαι πως σ' έχουνε σκεπασμένο και με μνημείο μαρμάρινο, με γράμματα χρυσωμένα απάνω του, μ' άλλα λόγια πως πέθανες, δοξάστηκες, αποθεώθηκες;

      Τέτοιο φάντασμα δεν είδες μαθές; Δεν ξαπλώθηκες ποτέ σου σε τέτοιον τάφο; Καλότυχος άνθρωπος! Δεν είδες λοιπόν δάσκαλο, δεν πήγες ποτέ σου στο «Ελληνικό»! Εγώ καθώς βλέπεις, έμεινα εκεί ξαπλωμένος τέσσερα χρόνια. Τι λέγω τέσσερα! Άλλα δεκατέσσερα, κι άλλα εικοσιτέσσερα χρόνια, ώσπου πέρασε κάποιος και μου πάτησε το πόδι, και πήδηξα και με το συμπάθειο, βλαστήμησα, κι από την ομιλία μου το κατάλαβα πως δεν είμουνα πεθαμμένος, μόνο πως ονειρεύουμουν τόσα χρόνια! Κρίμα, κρίμα στα εξήντα μου χρόνια! Πού να τα ξαναβρώ πια τώρα!

      Εννιά