Γλυκοπετούσε η καρδιά μου από τη χαρά που τους έβλεπα όλους και χαίρουνταν, και φύλαγα βαθιά τους κρυφούς μου τους πόνους, τον πόνο της Λενιώς, και της ιστορίας του γέρου.. Σα να τους γλύκαινε τους πόνους εκείνους η καλοτυχιά που έβλεπα γύρω μου, σα να τον αγαπούσα τώρα τον κόσμο με τα δεινά του, το πέλαγο αυτό που σε δέρνουν τα κύματα, μα σε χαδεύει κάποτε κι ο αφρός τους.
ΙΖ' ΛΑΧΤΑΡΕΣ ΚΑΙ ΔΟΥΛΕΙΕΣ
Ανέβηκε ο ήλιος ως μια οργυιά, οι αχτίδες έπαιζαν ανάμεσα στα φύλλα της μεγάλης κληματαριάς μπροστά στο καλύβι, κι όλοι μέσα κοιμούνταν ακόμα. Σηκώθηκα και κατέβηκα στο γιαλό. Μα μήτε να ψαρέψω δεν είχα όρεξη. Κάτι λαχταρούσα, κάτι φούσκωνε την καρδιά μου. Ο κόσμος δε με χωρούσε. Φτερά ήθελα, να πετάξω στο μοναστήρι, να παρακαλέσω τη Λενιώ να προσεύκεται και για μένα, να μ' έχη και μένα στο νου της. Ύστερα πάλι, να την καταπείσω ναφήση το μοναστήρι και νάρθη μαζί μου να πάμε μακριά, εκεί που δε μας ξέρη κανένας, σε κάποιο ρημοννήσι, σε κάποια σπηλιά, και κει, μακριά από Τούρκους, να ζούμε σα δυο περιστέρια.
…Όλα όμορφα και γλυκά είτανε γύρω. Όμορφες είταν κ' οι καλαμιές καθώς λυγίζανε με του μπάτη το φύσημα. Γλυκό είταν και το κελάιδημα του κορυδαλού, πιο γλυκό ακόμα το κύμα που μουρμούριζε πλάγι μου και φιλούσε την αμμουδιά.
…Ήθελα να πέσω στα κρουσταλέννια τα νερά και να σβύσω τη φλόγα μου …
…Μερικές μέρες κατόπι, αρχίζει κι ο τρυγητός. Δε χωράτευε του τρυγητού η δουλειά. Κάθε τζίτζικας γίνουνταν τώρα μερμήγκι και μάζευε, μάζευε για το χειμώνα. Απ' έξω στέκουνταν ο χειμώνας και περίμενε νάμπη. Πλάκωναν τα πρωτοβρόχια, τάραζαν τη θάλασσα τα μελτέμια, μια στιγμή να χάσουμε δεν είχαμε. Άμε κ' έλα γλήγορα γλήγορα με το καλάθι στον ώμο, να μη χάσουμε τα μαξούλια. Κ' έτσι, γλύτωσαν τα μαξούλια.
ΙΗ' ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ
Είτανε βράδυ βράδυ σαν ξαναμπαίναμε στο χωριό ύστερ' από ενάμιση μήνα εξοχή. Άγριο και κρύο φαίνουνταν το χωριό. Και το σπίτι ακόμα πιο άγριο. Τα φύλλα της κυδωνιάς σκορπισμένα μες στην αυλή, οι βασιλικοί και τα λούλουδα ξεσποριασμένα στις γλάστρες, στις οροφές να ξεφωνίζουν οι κάργες, κι ο Ιμάμης να ψάλλη «αξαμναμάζι» στο μιναρέ.
Σαν άρχισε να γλυκοφέγγ' η φωτιά στη γωνιά, σαν άρχισε ν' ανεβοκατεβαίν' η Αννούλα και ν' ανοίγη παράθυρα, να κουβεντιάζη με τις γειτόνισσες, να τρέχη από δω κι από κει και να συγυρίζη, άρχισε να χάνη και το σπίτι την αγριάδα του.
Καθίσαμε στο δείπνο οι τρεις μας, δίχως το γέρο. Ο γέρος είχε δουλειές ακόμα να κάμη στην εξοχή. Φάγαμε ήσυχα και δίχως λόγια πολλά. Σα σηκωθήκαμε, πήγα στο παράθυρο να κοιτάξω, νακούσω τίποτις που να με ζωντανέψη. Ησυχία, και μοναξιά! Μήτε τρουξαλλίδες, μήτε βρύσες, μήτε αμπελοβάβρακα!..
…Φέτος, που πατούσα τα δεκατρία, που άρχισε να χτυπάη η καρδιά και να ταξιδεύη ο νους, ο άνεμος σα να βούιζε πιο θυμωμένα ανάμεσ' από τα μισόγυμνα κλωνιά του περιβολιού, οι σκύλοι γαύγιζαν πιο λυσσασμένα στους δρόμους, ο Ιμάμης