железо σίδηρος ὁ.
желтеть ξανϑίζομαι.
желток λέκιϑος ἡ.
желтуха ἴκτερος ὁ.
желтый ξανϑός 3 (золотисто-желтый); ξουϑός 3 (темно-желтый); ὠχρός 3 (светло-желтый).
желудок στόμαχος ὁ; γαστήρ, τρός ἡ; νηδύς, ύος ἡ.
желудь βάλανος ἡ.
желчный χολώδης 2.
желчь χολή ἡ.
жемчуг, жемчужина μαργαρίτης, ου ὁ.
жена γυνή, γυναικός ἡ; γαμετή ἡ; δάμαρ, αρτος ἡ; брать в жены γαμέω; εἰσάγομαι; νυμφεύω.
женить γαμέομαι; -ся γαμέω; νυμφεύω.
жених γαμβρός ὁ; νυμφίος ὁ.
женский γυναικεῖος 2 и 3; ϑῆλυς, εια, υ; женский род ϑηλικόν τό.
женственный γυναικώδης 2.
женщина γυνή, γυναικός ἡ.
жердь κοντός ὁ; κάμαξ, ακος ἡ.
жеребенок πῶλος ὁ и ἡ.
жеребьевка κλήροσις, εως ἡ.
жерло στόμα, ατος τό.
жернов μύλαξ, ακος ὁ.
жертва ἱερά τά; καϑαρμός ὁ (очистительная); приносить в жертву ϑύω; ἱερεύω.
жертвенник βωμός ὁ; ἑστία ἡ (домашний).
жертвовать ϑύω.
жертвоприношение ϑυσία ἡ; ἑκατόμβη ἡ (гекатомба); ἐντάφια τά (погребальное).
жест κίνησες, εως ἡ; σχῆμα, ατος τό.
жестикулировать χειρονομέω.
жестикуляция χειρονομία ἡ.
жесткий σκληρός 3.
жесткость σκληρόν τό.
жестко σκληρῶς.
жестокий ἄγριος 3 и 2; ἀπηνής 2; ὠμός 3; ὠμόφρων 2; πικρός 3.
жестоко ἀγρίως; ἀπηνῶς; πικρῶς.
жестокость ἀγριότης, ητος ἡ; ὠμότης, ητος ἡ; πικρότης, ητος ἡ.
жечь καίω; καυματίζω; πίμπρημι; φλέγω.
живо εὐϑύμως.
живой ζωός 3; εὔϑυμος 2; πρόϑυμος 2 (подвижный).
живописец ζωγράφος ὁ.
живописный γραφικός 3
живопись ζωγραφία ἡ; γραφή ἡ; γραφική ἡ.
живот γαστήρ, τρός ἡ; κοιλία ἡ; ἦτρον τό.
животноводство προβατεία ἡ.
животное ζῷον τό; ϑήρ, ϑηρός ὁ (дикое).
живучий μακρόβιος 2.
жидкий ὑγρός 3.
жидкость ὑγρόν τό.
жизненный βιωτικός 3.
жизнеописание βίος ὁ.
жизнерадостный εὔϑυμος 2; ἱλαρός 3.
жизнь ζωή ἡ; βίος ὁ.
жила νεῦρον τό; φλέψ, φλεβός ἡ; τένων, οντος ὁ.
жилец μισϑοϑής, οῦ ὁ.
жилище οἰκία ἡ; οἶκος ὁ; οἴκημα, ατος τό.
жилье οἰκία ἡ; οἴκημα, ατος τό.
жир λίπος, εος τό; ἀλοιφή ἡ; στέαρ, στέατος τό.
жираф καμηλοπάρδαλις, εως ἡ.
жирный λιπαρός 3.
житель ναέτης, ου ὁ; ἔνοικος ὁ.
жительница ναέτης, ου ἡ.
жительство οἴκησις, εως ἡ.
жить βιόω; ζάω (существовать); ναίω; οἰκέω; ἐνοικέω (обитать).
жнец ϑεριστής, οῦ ὁ.
жрать