господь Κύριος ὁ.
госпожа δέσποινα ἡ.
гостеприимный φιλόξενος 2; εὔξεινος 2; ξενικός 2.
гостеприимство φιλοξενία ἡ; ξενία ἡ.
гостиница πανδοκεῖον τό; ταβέρνα ἡ.
гостить ξενόομαι.
гость ξένος ὁ.
государственный πολιτικός 3; государственный деятель πολιτικός ὁ.
государство πολιτεία ἡ.
государь βασιλεύς, έως ὁ; δεσπότης, ου ὁ.
готовить ἑτοιμάζω; σκευάζω; παρασκευάζω; -ся παρασκευάζομαι.
готовый ἕτοιμος 3 и 2.
грабеж λῃστεία ἡ; ἁρπαγμός ὁ; ἁρπαγή ἡ.
грабитель λῃστής ὁ; ἅρπαξ, αγος ὁ.
грабить λῃστεύω; ἁρπάζω; σίνομαι; συλάω.
грабли ἄγρειφνα ἡ.
гравер τορευτής, οῦ ὁ.
гравировать τορεύω.
гравюра τορεία ἡ.
град χάλαζα ἡ.
гражданин πολίτης, ου ὁ.
гражданка πολῖτις, ιδος ἡ.
гражданский πολιτικός 3.
гражданство πολιτεία ἡ.
грамматика γραμματική ἡ.
грамматический γραμματικός 3.
грамота γραφή ἡ.
грамотный γραμματικός 3.
гранат σίδη ἡ; ῥοιά ἡ.
граница ὅρισμα, ατος τό; ἐσχατιά ἡ (предел).
грациозный χαρίεις, ίεσσα, ίεν.
грация χάρις, ιτος ἡ.
гребенка κτείς, κτενός ὁ
гребень κτείς, κτενός ὁ (гребенка); λόφος ὁ (у птиц).
гребец ἐρέτης, ου ὁ; κωπηλάτης, ου ὁ.
гребля ερεσία ἡ.
грек Ἕλλην, ηνος ὁ.
греметь βροντάω; ἠχέω.
грести ἐρέσσω; κωπηλατέω.
греть ϑερμαίνω; -ся ϑερμαίνομαι.
грех ἁμάρτημα, ατος τό.
грецкий: грецкий орех κάρυον τό.
греческий Ἑλληνικός, 3; греческий язык Ἑλληνική γλῶττα ἡ.
грешить ἁμαρτάνω.
грешник ἁμαρτωλός ὁ.
грешница ἁμαρτωλός ἡ.
грешный ἁμαρτωλός 2.
гриб μύκης, ητος ὁ.
грива ἔϑειρα ἡ; λοφιά ἡ; χαίτη ἡ.
гриф γρύψ, γρυπός ὁ.
грифель γραφείον τό; γραφίς, ίδος ἡ.
гроб σορός ἡ; μνῆμα, ατος τό; λάρναξ, ακος ἡ.
гробница τάφος ὁ; μνῆμα, ατος τό.
гроза ϑύελλα ἡ; χειμών, ῶνος ὁ.
гроздь (виноградная) βότρυς, υος ὁ; σταφυλή ἡ.
грозить ἀπειλέω; ἐπαπειλέω.
грозно σκληρῶς; δεινῶς.
грозный σκληρός 3; δεινός 3; γοργός 3; φοβερός 3; βλοσυρός 3.
гром βροντή ἡ; κεραυνός ὁ.
громадный γιγάντειος 3; πελώριος 3 и 2; μέγας, μεγάλη, μέγα.
громкий μέγας, μεγάλη, μέγα; λιγύς, λίγεια, λιγύ; λιγυρός 3.
громко μέγα; μεγάλῃ φωνῇ.
громкоголосый μεγαλόφωνος 3.
грот σπέος, ους τό.
грохот βρόμος ὁ; κρότος ὁ; κτύπος ὁ.
грохотать