Χαχάνισε, όπως μπορούν οι νυχτερίδες, με το αστείο κατά των κουνουπιών και έφαγε μερικά ακόμη.
Ο Χενγκ τα έφαγε με όρεξη. Ήταν σαν να τρως ανοιχτές σοκολάτες από τα ράφια με διάφορες σοκολάτες σε μαγαζί με γλυκά. Επέλεγε τα θύματά του τυχαία και δεν ήξερε ποια γεύση θα γευόταν μετά, αλλά ήταν όλα ωραία και δεν το ένοιαζε.
Μετά, θυμήθηκε την οικογένειά του, τον κίνδυνο και πάλι την οικογένειά του. Ήθελε να τους πει ότι είναι καλά κι ασφαλής, αλλά δεν ήξερε πώς. Φτερούγισε μπροστά στη Γουάν και προσπάθησε να τον χτυπήσει. Έβγαλε ήχο πουλιού, αλλά δεν τον άκουγε κι ακόμη κι αν τον άκουγε, δεν θα την καταλάβαινε.
Δεν είχε ιδέα ποιος ήταν και είχε ξεμείνει από ιδέες. Η γυναίκα του έκλαιγε, οπότε πλησίασε από πίσω την κόρη του κι ελπίζοντας να μην τον χτυπήσει, προσγειώθηκε στον ώμο της. Μόλις την ακούμπησε, έγινε πάλι άνθρωπος κι έπεσαν κι οι δύο στη γη.
Η Ντιν ήταν ένιωθε πολύ αμήχανα με τον γυμνό πατέρα της πάνω στο στήθος της κι ο Χενγκ ήταν τρομαγμένος. Σηκώθηκε και κάλυψε τα γεννητικά του όργανα με τα χέρια του.
«Συγγνώμη, Ντιν, δεν ήθελα να συμβεί αυτό».
«Από πού στο καλό ήρθες, μπαμπούλη; Μαμά, ο μπαμπούλης είναι καλά, είναι εδώ πέρα» φώναξε, τινάζοντας τη σκόνη και προσπαθώντας να μην κοιτάει τον πατέρα της.
«Ευτυχώς που είσαι καλά, μπαμπούλη, αλλά πού ήσουν; Σε είδαμε να πέφτεις και σε ψάχναμε παντού».
«Θα σας πω μετά. Πτώση, όχι πτώση, λίγο. Όχι πολύ μακριά».
«Είναι σχεδόν 10 μέτρα από εκεί και σε είδαμε να πέφτεις» είπε ο Ντεν.
«Όχι πρόβλημα. Όχι θάνατος. Εδώ είμαι. Καμία ανησυχία».
Οι απαντήσεις του Χενγκ ήταν τόσο παράξενες που όλοι τον κοιτούσαν, ακόμη κι η Ντιν που το απέφευγε.
«Χενγκ, τι συνέβη εκεί; Γιατί δεν μας λες; Νομίζαμε ότι σίγουρα πέθανες».
«Δεν ξέρω τι έγινε» είπε κι ήταν αλήθεια, αν και το στο κεφάλι του μόλις ξεκαθάρισε ότι έγινε νυχτερίδα μία φορά.
Δεν ήταν ο παλιός καλός Χενγκ κι ούτε θα γινόταν ξανά, αλλά τουλάχιστον τώρα ήταν άνθρωπος ή περισσότερο θηλαστικό. Σαν να έφευγε μία ομίχλη από το κεφάλι του.
«Χενγκ, δεν νομίζεις ότι πρέπει να βάλεις ρούχα; Είσαι ολόγυμνος μπροστά στην κόρη σου και στη θεία σου».
Ο Χενγκ έβαλε ένα χέρι στον πισινό του και πήγε στο δωμάτιό του. Μίλησαν γι' αυτόν στο οικογενειακό τραπέζι όσο έλειπε, αλλά ο Χενγκ ένιωθε σαν βασιλιάς, φαντασμένος και περήφανος, καθώς έβαλε γύρω του ένα σαρόνγκ και σκεφτόταν να κατέβει κάτω.
Είχε πετάξει και δεν ήξερε κανέναν άλλον που να γνώριζε αυτήν την αίσθηση. Είχε φάει κουνούπια σε φυγή όπως οι ηλικιωμένες σοκολάτες με αλκοόλ τα Χριστούγεννα κι είχε ανέβει. Δεν υπήρχαν κίνδυνοι γι' αυτόν πλέον. Δεν θα πεινούσε ποτέ και κανείς δεν θα τον πλήγωνε. Ένιωθε ελεύθερος, πραγματικά ελεύθερος για πρώτη φορά στη ζωή του αν και δεν ήξερε τι είδος ζωής έμελλε να έχει.
Αισθανόταν, όμως, ότι έπρεπε να το κρατήσει μυστικό για την ώρα αφού αξιολογήσει