Η Μοίρα Των Τεσσάρων. Powell Michael. Читать онлайн. Newlib. NEWLIB.NET

Автор: Powell Michael
Издательство: Tektime S.r.l.s.
Серия:
Жанр произведения: Книги о войне
Год издания: 0
isbn: 9788835406334
Скачать книгу
ήταν», είπε ο Έρνεστ, και έσκασε στα γέλια. «Τι περίεργη συζήτηση που ανοίξαμε! "Σκανδαλιστικό" θα ήταν μια πιο σωστή λέξη».

      «Δηλαδή, σκανδαλίστηκες;».

      Ο Έρνεστ κοκκίνισε και δίστασε ν’ απαντήσει. Η Μάργκαρετ κατάλαβε ότι τον έφερε σε αμηχανία και έβαλε το χέρι της στο μπράτσο του. «Μην ντρέπεσαι, απλά αστειεύομαι. Πέρασα ένα υπέροχο βράδυ. Σ’ ευχαριστώ».

      Τις επόμενες εβδομάδες, δείπνησαν μαζί μερικές φορές ακόμα. Κάποιες φορές με τον Σμιθ και την Πολίν, και κάποιες μόνο οι δυο τους. Πήγαιναν σε παραστάσεις ή σε μπαρ και άκουγαν ζωντανή τζαζ που αγαπούσαν και οι δύο. Ένα από αυτά τα απογεύματα, μετά από μια εξαιρετικά ωραία τζαζ συναυλία, ο Έρνεστ πρότεινε να πάνε στο διαμέρισμά του για καφέ.

      «Και η θυρωρός σου;», ρώτησε η Μάργκαρετ.

      «Θα πρέπει να τρυπώσουμε χωρίς να μας πάρει είδηση».

      Περπάτησαν μέχρι το διαμέρισμα. Ο Έρνεστ έπιασε απαλά το χέρι της Μάργκαρετ και ένιωσε να διπλώνει τα δάχτυλά της στα δικά του και μετά να γέρνει το κεφάλι της στον ώμο του. Όταν έφτασαν στην πολυκατοικία, ο Έρνεστ έβγαλε το κλειδί του και το έβαλε σιγά-σιγά στην κλειδαριά, γυρίζοντας απαλά για να ανοίξει την πόρτα. Πίεσε αργά και με ένα τρίξιμο, άνοιξε. Μπήκαν μέσα και ανέβηκαν τις σκάλες για το διαμέρισμά του. 'Άνοιξε την πόρτα και πέρασε μέσα την Μάργκαρετ.

      Εκείνη κάθισε σε μια μικρή καρέκλα δίπλα στο τραπεζάκι, και ο Έρνεστ πήγε να φτιάξει καφέ για τους δυο τους. Της πρόσφερε μπράντι, αλλά εκείνη αρνήθηκε. Έφερε τον καφέ στο τραπέζι και κάθισε στην άλλη μοναδική καρέκλα που υπήρχε στο μικρό δωμάτιο.

      «Κάπως μικρό δεν είναι;», ρώτησε η Μάργκαρετ.

      «Ναι. Ευτυχώς, δεν περνάω και πολύ χρόνο εδώ μέσα, οπότε δεν έχει σημασία. Μου αρκεί αυτό το δωμάτιο».

      Κοίταξε τη μικρή βιβλιοθήκη δίπλα στο κρεβάτι. «Σου αρέσει ο Φλομπέρ;», ρώτησε εκείνη.

      «Όχι και πολύ. Προσπαθώ, πάντως, να μπω στο πνεύμα του. Φοβάμαι ότι τα γαλλικά μου δεν είναι αρκετά καλά.

      «Μου αρέσει η «Μαντάμ Μποβαρύ». Πολύ ρομαντικό βιβλίο».

      «Και τραγικό. Γι’ αυτό δεν το τελείωσα ακόμα. Πολύ μελαγχολικό».

      «Γιατί;».

      «Υπάρχει αρκετή πραγματική δυστυχία στις μέρες μας, και δεν χρειάζεται να διαβάσει κανείς και για την φτωχή μαντάμ Μπι που αυτοκτόνησε με δηλητήριο».

      «Ήταν τόσο τραυματικός ο πόλεμος για σένα;».

      Είπε στη Μάργκαρετ για το Γιούτλαντ, και πώς ανάρρωσε σιγά-σιγά από τις πληγές του. «Ακόμα ξυπνάω τη νύχτα λουσμένος σε κρύο ιδρώτα, βλέποντας αυτούς τους φτωχούς ναύτες να παγιδεύονται στις φλόγες». Ανατρίχιασε στη θύμηση.

      Εκείνη σηκώθηκε και στάθηκε από πίσω του. Έβαλε τα χέρια της απαλά γύρω από το λαιμό του, και του ψιθύρισε: «Καημενούλη μου. Τι φριχτό! Μακάρι να μπορούσα να σε βοηθήσω». Και μετά του μουρμούρισε γλυκόλογα, και σαν να ήταν μικρό παιδί τον νανούρισε τρυφερά.

      Ο Έρνεστ άρχισε να χαλαρώνει, και τα μάτια του βούρκωσαν. Δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του και έκλαψε με λυγμούς. Έπεσε στην αγκαλιά της και άφησε τον εαυτό του ελεύθερο. Ο πόνος και η δυστυχία που είχε νιώσει, ήρθαν στην επιφάνεια και παραδόθηκε στα απαλά, γεμάτα κατανόηση,