Ο ΜακΚίντοκ καθόταν με τα χέρια σταυρωμένα και περίμενε.
<Τώρα θα κάνουμε μία επίδειξη του φαινομένου. Το σημείο Α είναι πάνω σε αυτή την πλάκα>, συνέχισε ο Ντρου δείχνοντας τα αντίστοιχα τμήματα. <Το σημείο Β είναι τοποθετημένο πάνω στην πολυθρόνα της καθηγήτριας Μπράις, μέσα στο γραφείο της, σε απόσταση 300 μέτρων από εδώ. Έχουμε τοποθετήσει μία κάμερα που βιντεοσκοπεί την πολυθρόνα. Η οθόνη δίπλα στην πλάκα είναι συνδεδεμένη με την κάμερα>.
Ο Ντρου έβγαλε μέσα από ένα κουτί ένα κομμάτι λευκού πλαστικού και το ακούμπησε πάνω στην πλάκα.
<Παρατηρήστε το πλαστικό και την οθόνη δίπλα>.
Όλοι έστρεψαν τα μάτια τους εκεί που τους υπέδειξε.
Με χαμηλή φωνή, ο Ντρου έδωσε εντολή στον Μαρρόν:
<Πάμε!>
Ο Μαρρόν πάτησε ένα κουμπί κι αμέσως το πλαστικό εξαφανίστηκε από την πλακέτα και εμφανίστηκε στον χώρο της κάμερας, να αιωρείται, κατεβαίνοντας αμέσως στην πολυθρόνα της καθηγήτριας Μπράις.
Οι παρευρισκόμενοι έμειναν με κομμένη την ανάσα, σαστισμένοι. Κάποιοι σηκώθηκαν και πλησίασαν, για να εξετάσουν την πλάκα, πάνω από την οποία εξαφανίστηκε το πλαστικό.
Η Νόβακ είχε χλομιάσει, ακόμη περισσότερο από το σύνηθες χλωμό χρώμα των Νορβηγών.
Ο Κομπαγιάσι δεν χαμογελούσε πια. Ζαρώνοντας το μέτωπο παρατηρούσε τη συσκευή, ενώ η Μαόκο είχε τα μάτια ορθάνοιχτα από την έκπληξη.
Ο Σουλτς ακτινοβολούσε. Όρθιος, μπροστά στον πάγκο, κοιτούσε την οθόνη σαν να έδειχνε την γέννηση του πρώτου του παιδιού.
Ο ΜακΚίντοκ ήταν ικανοποιημένος και ήδη αισθανόταν τη χαρά των οικονομικών απολαβών που αυτό θα έφερνε στο Πανεπιστήμιο, ενώ ο Καμαράντα φαινόταν ήδη να διαλογίζεται πάνω στο μαθηματικό μοντέλο αυτού που μόλις είχε δει.
<Καθηγήτρια Μπράις!>, αναφώνησε ο Μαρρόν.
Όλοι στράφηκαν προς την καρέκλα που καθόταν η γυναίκα.
Η καθηγήτρια είχε λιποθυμήσει και είχε πέσει αναίσθητη πίσω, στην πλάτη της καρέκλας, με το κεφάλι γυρισμένο πίσω και τα μάτια τις ακίνητα και στραμμένα προς το πλάι.
Ο Πρύτανης την έγειρε μπροστά και την ταρακούνησε με δύναμη από τους ώμους.
<Μέγκαν! Μέγκαν!>, ούρλιαξε.
Η Μπράις δεν αντέδρασε και τότε ο ΜακΚίντοκ της έδωσε δύο δυνατά χαστούκια και της ξαναφώναξε:
<Μέγκαν!Μέγκαν!>
Η γυναίκα άνοιξε τα μάτια της και συνήλθε, κοιτώντας με αβεβαιότητα. Ήταν άσπρη σαν πανί.
<Τι…έγινε;> ρώτησε.
<Λιποθυμήσατε, Καθηγήτρια Μπράις>, απάντησε ο Πρύτανης. <Πώς αισθάνεστε τώρα;>
<Καλύτερα, ευχαριστώ. Ζαλίζομαι λίγο, μα θα περάσει. Με πονάνε τα μάγουλά μου, όμως. Δεν καταλαβαίνω>, έκανε η Μπράις μαλάσσοντας τα μάγουλά της.
Ο ΜακΚίντοκ μόλις που κατάφερε να χαμογελάσει, ενώ γύρω του οι υπόλοιποι αντάλλασσαν βλέμματα διασκεδάζοντας με το σκηνικό.
<Ο Μαρρόν, φτιάξε γρήγορα ένα τσάι για την καθηγήτρια. Θα πρότεινα να έχει πολλή ζάχαρη>, είπε ο Ντρου.
Ο φοιτητής πήγε στο κουζινάκι του εργαστηρίου κι