«Ήταν βλακώδες από πλευράς σας να πείτε ψέματα, δεσποινίς Μπρούνο. Δεν σκεφτήκατε ότι η αδελφή της θα σας έγραφε εδώ; Ή μήπως φύγατε, για να μην ασχολείστε με τον πατέρα σας, αφήνοντας όλο το βάρος σε κάποιον άλλο;». Η φωνή του αντήχησε στο γραφείο, θανατηφόρα όπως κι ο πυροβολισμός ενός όπλου.
Κατάπια τα δάκρυα μου και τον κοίταξα προκλητικά. Είχα πει ψέματα, ήταν αναμφισβήτητο, αλλά εκείνος με περιέγραφε σαν μια άθλια, ανάξια να ζω, σαν μία ανάξια σεβασμού.
«Δεν σας επιτρέπω να με κρίνετε, κύριε ΜακΛέιν. Δεν ξέρετε τίποτα για τη ζωή μου, ούτε τους λόγους που με οδήγησαν να πω ψέματα. Είστε εργοδότης μου, όχι κριτής μου, πόσω μάλλον ο δήμιος μου». Η θανατηφόρα ηρεμία με την οποία μίλησα εξέπληξε περισσότερο εμένα παρά εκείνον, και έφερα το χέρι μου στο στόμα μου, σαν να μιλούσε εκείνο άθελά μου, ανεξάρτητο από το μυαλό μου, αυτόνομο, όπως η καρδιά και τα όνειρά μου.
Πετάχτηκα πάνω, ρίχνοντας την καρέκλα πίσω μου. Την σήκωσα με τρεμάμενα χέρια, με το μυαλό σε κατατονία.
Είχα ήδη φτάσει στην πόρτα, όταν μίλησε με ψυχρή σκληρότητα. «Πάρτε το ρεπό σας, δεσποινίς Μπρούνο. Μου φαίνεστε πολύ αναστατωμένη. Τα λέμε αύριο».
Έφτασα δωμάτιό μου σε ύπνωση και έτρεξα στο διπλανό μπάνιο. Εκεί έπλυνα το πρόσωπό μου με κρύο νερό και μελέτησα το είδωλό μου στον καθρέφτη. Ήταν πάρα πολύ. Όλα αυτό το ασπρόμαυρο, που με περιτριγύριζε ήταν πιο τρομακτικό κι από πένθιμο παραπέτασμα. Ένιωσα να στέκομαι επικίνδυνα στο χείλος του γκρεμού. Δεν φοβόμουν μην πέσω. Αυτό είχε συμβεί τόσες πολλές φορές και είχα ξανασηκωθεί. Το δέρμα μου και η καρδιά μου ήταν γεμάτα με εκατομμύρια αόρατες και επώδυνες ουλές. Φοβόμουν να χάσω τα λογικά μου, τη διαύγεια που με είχε κρατήσει ζωντανή, μέχρι τότε. Σε αυτή την περίπτωση θα προτιμούσα να γίνω κομμάτια.
Τα δάκρυα που δεν είχαν τρέξει ήταν συνυφασμένα με τα σωθικά μου και με έκαναν ράκος. Ένα ζόμπι, σαν πρωταγωνιστής ενός από τα μυθιστορήματα του ΜακΛέιν.
Το χέρι μου άγγιξε την τσέπη της τουίντ φούστας μου, όπου είχα στριμώξει την επιστολή της Μονίκ. Ό, τι κι αν ήθελε δεν θα μπορούσα να το καθυστερήσω άλλο. Την έβγαλα και πήγα στην κρεβατοκάμαρα.
Ήταν βαριά σαν σάκος με οπλισμένο σκυρόδεμα και μπήκα στον πειρασμό να μην την ανοίξω. Το περιεχόμενό της μόνο ένα μπορούσε να είναι: πόνος. Πίστευα πως ήμουν δυνατή, πριν φτάσω στο Midnight Rose. Πόσο λάθος έκανα. Δεν ήμουν καθόλου.
Τα χέρια μου ενήργησαν με δική τους βούληση, εγώ πλέον είχα γίνει μια μαριονέτα. Έσκισαν τον φάκελο και ξεδίπλωσαν το χαρτί που περιείχε. Λίγα λόγια, χαρακτηριστικό της Μονίκ.
Αγαπητή Μελισσάνθη,
χρειάζομαι κι άλλα χρήματα. Σ’ευχαριστώ για εκείνα που μου έστειλες από το Λονδίνο, αλλά δεν είναι αρκετά. Δεν μπορείς να ζητήσεις μια προκαταβολή μισθού από τον συγγραφέα; Να μην ντρέπεσαι και μην έχεις ενδοιασμούς. Μου έχουν πει ότι είναι πολύ πλούσιος. Βασικά είναι μόνος, παράλυτος κι επηρεάζεται εύκολα. Κάνε γρήγορα.
Η Μονίκ σου.
Δεν