Λάμπει η ορμή 'ς τα μάτια του! Αυτήν την όψιν έχει
ένας, που έρχεται να 'πη μεγάλα νέα!
Ζήτω
ο Δώγκαν!
Πόθεν έρχεσαι, ω άξιέ μου Θάνη;
Από το Φάιφ, βασιλεύ, από το Φάιφ, όπου
των Νορβεγών τα φλάμπουρα με τον αέρα παίζουν
και μας δροσίζουν τον στρατόν με το ανέμισμά των.
Ο βασιλεύς των Νορβεγών με τ' άπειρά του πλήθη,
με βοηθόν τον Καουδώρ, τον άτιμον προδότην,
ήρχισε πόλεμον φρικτόν. Αλλά τον αντικρύζει
ο Μάκβεθ ο ατρόμητος, ο ψυχοϋιός της Νίκης,
στήθος με στήθος, το σπαθί 'ς το χέρι, έως ότου
εκλόνισε κ' εδάμασε την τύχην του αντάρτου
και είμεθα οι νικηταί ημείς!
Ω ευτυχία!
Τώρα ζητεί συμβιβασμόν ο Νορβεγός, ο Σβένος·
αλλά δεν τον αφίνομεν να θάψη τους νεκρούς του
αν δεν πληρώση εις μετρητά το πρόστιμον της νίκης4.
Δεν θα προδώση 'ς το εξής του Καουδώρ ο Θάνης!
Πήγαινε, δόσε προσταγήν να φονευθή αμέσως,
και να δοθή του Καουδώρ ο τίτλος εις τον Μάκβεθ.
Θα γείνη όπως ώρισες.
Ό,τι εκείνος χάνει,
τ' αξίζει και το αποκτά ο ευγενής ο Μάκβεθ!
(Εξέρχονται)
ΣΚΗΝΗ Γ'
Εξοχή άδενδρος πλησίον του Φόρες. Κεραυνοί.
Εισέρχονται αι ΤΡΕΙΣ ΜΑΓΙΣΣΑΙ.
Πού ήσουν αδελφή μου;
Χοίρους έσφαζα.
Συ, αδελφή, πού ήσουν;
Μία ναύτισσα
εις την ποδιά της μέσα είχε κάστανα
κ' εμάσσα, 'μάσσα 'μάσσα. – Δος μου, λέγω της.
– Κρημνίσου, στρίγγλα, λέγει, πήγαιν' απ' εδώ
Και μ' έδιωξ' η βρωμούσα, η αχόρταγη!
'Σ τα ξένα ταξειδεύει τώρ' ο άνδρας της·
πηγαίνει 'ς το Χαλέπι5 το καράβι του·
κ' εγώ εκεί θα 'πάγω 'ς ένα κόσκινο·
θα είμ' ένα ποντίκι με χωρίς ουρά6,
να κάμω και να κάμω, να της δείξω 'γώ!
Θα έχης από 'μένα έναν άνεμον.
Ευχαριστώ.
Σου δίδω άλλον ένα 'γώ.
Έχω κ' εγώ τους άλλους· έχω μάλιστα
και όλους τους λιμένας όπου θα φυσούν,
και όλα τα σημεία όθεν έρχονται,
και όσα έχει η χάρτα των θαλασσινών,
θα τον αποστεγνώσω 'σαν το άχυρο. —
Ο ύπνος, νύκτα 'μέρα, δεν θα έρχεται
'ς την κουρασμένη σκέπη των βλεφάρων του·
ωσάν αφωρισμένος άνθρωπος θα ζη·
εννηά