ΤΑ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ ΠΡΟΣΩΠΑ1
ΔΟΓΚΑΝ, βασιλεύς της Σκωτίας.
ΜΑΛΚΟΛΜ,
ΔΟΝΑΛΒΑΙΝ, υιοί αυτού.
ΜΑΚΒΕΘ,
ΒΑΓΚΟΣ, στρατηγοί Σκώτοι.
ΜΑΚΔΩΦ,
ΡΩΣ, ευγενείς Σκώτοι.
ΜΕΝΤΗΘ,
ΑΓΚΟΣ,
ΚΑΙΘΝΗΣ,
ΦΛΗΝΣ, υιός του Βάγκου.
ΣΙΒΑΡΔΟΣ, κόμης της Νορθουμβερλάνδης, στρατηγός Άγγλος.
Ο ΥΙΟΣ ΤΟΥ ΣΙΒΑΡΔΟΥ.
ΣΕΥΤΩΝ, αξιωματικός του Μάκβεθ.
Ο ΥΙΟΣ ΤΟΥ ΜΑΚΔΩΦ, μειράκιον.
ΙΑΤΡΟΣ ΑΓΓΛΟΣ.
ΙΑΤΡΟΣ ΣΚΩΤΟΣ.
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ ΣΚΩΤΟΣ.
ΘΥΡΩΡΟΣ.
ΓΕΡΩΝ ΣΚΩΤΟΣ.
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ.
ΘΑΛΑΜΗΠΟΛΟΣ της Λαίδης Μάκβεθ.
ΕΚΑΤΗ.
ΤΡΕΙΣ ΜΑΓΙΣΣΑΙ.
Άρχοντες, Αξιωματικοί, Στρατιώται, Δολοφόνοι,
Υπηρέται, Αγγελιαφόροι και Φάσματα.
Η σκηνή εν Σκωτία, εν τέλει δε της τετάρτης πράξεως εν Αγγλία.
ΠΡΑΞΙΣ ΠΡΩΤΗ
ΣΚΗΝΗ Α'
Εξοχή άδενδρος· Κεραυνοί και αστραπαί.
Εισέρχονται ΤΡΕΙΣ ΜΑΓΙΣΣΑΙ.
Πότε θα ξαναϊδούμε μια την άλλη μας;
Με την ανεμοζάλη; μ' αστραπόβροντα;
Αφού ο κρότος παύση κ' η οχλοβοή,
κ' η μάχη τελειώση, – χάσουν ή χαθούν.
Προτού ο ήλιος δύση τούτο θα γενή.
Το μέρος πού;
'Σ τον λόγγο.
Θ' απαντήσωμεν
τον Μάκβεθ εκεί πέρα.
Να 'μ', Ασπρόγατα2!
Μας κράζ' η Κουβακίνα.
Ήλθα, – έφθασα !
Είν' τα ωραία φρίκη, φρίκη τα καλά.
Άνεμοι πάρετέ μας, πάχνη κρύψε μας!
(Εξέρχονται).
ΣΚΗΝΗ Β'
Στρατόπεδον πλησίον της πόλεως Φόρες.
Σάλπιγγες έσωθεν.
Εισέρχονται ο ΔΩΓΚΑΝ, ο ΜΑΛΚΟΛΜ, ο ΔΟΝΑΛΒΑΙΝ, και ο ΛΕΝΟΞ μετά συνοδίας στρατιωτικής, συναντώσι δ' επί της σκηνής πληγωμένον αξιωματικόν.
Τι είν' ο άνθρωπος αυτός ο αιματοβαμμένος;
Αν κρίνω απ' την όψιν του, να μας ειπή θα 'ξεύρη
τα νέα από τον πόλεμον.
Είναι αυτός ο ίδιος,
που μ' έσωσ' η ανδρεία του απ' την αιχμαλωσίαν.
Καλώς σε ηύρα, φίλε μου! Ειπέ 'ς τον βασιλέα
πώς άφησες τον πόλεμον;
Αμφίβολον ακόμη.
Ήτο 'σαν δυο κολυμβηταί, κ' οι δύο κουρασμένοι,
που προσπαθούν αγκαλιαστοί τον άλλον ποιος να πνίξη.
Ο άσπλαγχνος Μακδόβαλδος… – (ο άξιος αλήθεια
να είν' αντάρτης! Δι' αυτό τον 'προίκισεν η φύσις
με όλας τας κακίας του!) έλαβ' επικουρίαν
απ' της Σκωτίας τα νησιά, οπλίτας και τοξότας·
κ' η Τύχη γλυκοκύτταξε τα ανομήματά του
κ' ενόμιζες πως έγεινε η πόρνη του αντάρτου!
Τα πάντα όμως του κακού, διότι ο γενναίος
ο Μάκβεθ, – το επίθετον Γενναίος το αξίζει, —
ο Μάκβεθ Τύχην δεν ψηφά, φουκτόνει το σπαθί του
από το αίμα της σφαγής ακόμη αχνισμένο,
ανοίγει δρόμον, προχωρεί, το θρέμμα της Ανδρείας,
ως που τον άπιστον εχθρόν τον αντιμετωπίζει·
κ' εκεί, αντί χαιρετισμόν ή καλημέρισμά του,
από τον ώμον 'ς την κοιλιά τον κόπτει πέρα πέρα,
κ' επάνω εις τους πύργους μας στήνει την κεφαλήν του.
Ω τον ανδρείον στρατηγόν, τον άξιόν μου φίλον!
Καθώς ανεμοστρόβιλοι και κεραυνοί ξεσπάνουν
εκεί απ' όπου την αυγήν ο ήλιος πρωτολάμπει,
το ίδιον τώρα, – βάσανα καινούρια ξεφυτρόνουν
απ' την πηγήν που έλεγες πως θάλθη η σωτηρία.
Μόλις την ράχιν οι εχθροί μας έδειξαν, διωγμένοι
απ'