ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η θεμελιώδης βάσις της Πολιτείας του Πλάτωνος είναι η τελεία συνταύτισις της ευτυχίας και της δικαιοσύνης· το περιεχόμενον δηλαδή του πολυθρυλήτου αυτού έργου είναι καθαρώς ηθικόν, και μολαταύτα εκ των δύο τίτλων, που μας διέσωσεν η αρχαιοτάτη παράδοσις: Πολιτεία ή περί δικαίου, επεκράτησεν ο πρώτος, δια του οποίου εξαίρεται αποκλειστικώτερον το πολιτικόν και κοινωνικόν περιεχόμενον του διαλόγου.
Ο Πλάτων λοιπόν αναλαμβάνει κυρίως την έρευναν περί της φύσεως του δικαίου και του αδίκου, δια να καταδείξη συγχρόνως την ηθικήν ανάγκην τόσον του κράτους όσον και του ατόμου να κανονίζουν πάσαν αυτών την διαγωγήν επί της δικαιοσύνης, η οποία κατά τον τελευταίον αυτής λόγον είναι αυτή η Ιδέα του αγαθού, η πηγή της τελείας ευδαιμονίας διά τα άτομα και τας κοινωνίας, ο θεός τον Πλάτωνος. Και αντιστρόφως όμως, επειδή η δικαιοσύνη εμφανίζεται κυρίως εις τας κοινωνικάς και πολιτικάς σχέσεις του ανθρώπου, πάσα αναζήτησις του αρίστου πολιτικού οργανισμού οδηγεί κατ' ανάγκην εις την ανάλυσιν αυτής της εννοίας της δικαιοσύνης, και επί τη βάσει αυτής εις τον καθορισμόν των πρακτικών εφαρμογών της. Η δικαιοσύνη είναι αρετή εφικτή εις τον άνθρωπον μόνον δι' ενός γενικού συστήματος εκπαιδεύσεως, του οποίου ο Πλάτων χαράσσει το σχέδιον εν τη Πολιτεία, συγχρόνως όμως η αληθής πολιτεία, το τέλειον κράτος, δεν είναι άλλο παρά η εφαρμογή και κατά συνέπειαν η μετά λόγου και επιστήμης γνώσις της δικαιοσύνης.
Η απόδειξις της Πλατωνικής θέσεως ακολουθεί σχέδιον καθ' αυτό απλούστατον και αυστηρότατα διαγεγραμμένον, μολονότι η οικονομία αυτού φαίνεται πολλάκις διασπωμένη υπό της ελευθερίας του διαλόγου.
Εις το πρώτον βιβλίον, το οποίον αποτελεί την εισαγωγήν εις το όλον έργον, ο Σωκράτης συζητεί διαφόρους ορισμούς της δικαιοσύνης μετά του Πολεμάρχου και του σοφιστού Θρασυμάχου, τους οποίους αναιρεί με ύφος ειρωνικόν μάλλον και με επιχειρήματα όχι σπανίως σοφιστικά· μόλις δε περί το τέλος του βιβλίου δίδει σοβαρωτέραν τροπήν εις τον λόγον, δια να δείξη ότι η προηγηθείσα συζήτησις ήτο εν μέρει ελαφρά και εν μέρει σοβαρά εισαγωγή εις την έρευναν περί της φύσεως του δικαίου.
Οι αδελφοί του Πλάτωνος, Γλαύκων και Αδείμαντος, θέτουν ακολούθως επιστημονικώτατα το ζήτημα και προδιαγράφουν την αληθή μέθοδον της ερεύνης, ήτις συνίσταται εις το να απαλλαγή η έννοια της δικαιοσύνης παντός επουσιώδους στοιχείου αυτής (της καλής ή κακής υπολήψεως των ανθρώπων, αμοιβών, ποινών κτλ.) και να αντιπαραβληθή ο τελείως δίκαιος άνθρωπος προς τον τελείως άδικον· δεν πρόκειται δηλαδή κατ' αρχάς να εξετασθή ο ορισμός της δικαιοσύνης, αλλ' η ικανότης την οποίαν έχει απολύτως και καθ' εαυτήν να καθιστά τον άνθρωπον ευτυχή· αναλαμβάνοντες δε αυτοί την υποστήριξιν της υλιστικής θεωρίας του απολύτου εγωισμού, αφήνουν εις τον Σωκράτην ν' αποδείξη την εναντίαν θέσιν: Εάν πράγματι ο δίκαιος, μακράν του να καρπούται κανέν πλεονέκτημα εκ του εναρέτου αυτού βίου, παραγνωρίζεται καθ' όλην του την ζωήν, καταδιώκεται, προπηλακίζεται, βασανίζεται, και μολαταύτα είναι ευτυχέστερος του αδίκου, τότε η θέσις του Σωκράτους δύναται να θεωρηθή αποδεδειγμένη.
Το από τούδε ο λόγος μένει μέχρι τέλους εις τον Σωκράτην ευθύς εξ αρχής δίδει ούτος την τροπήν εκείνην εις τον διάλογον, ήτις οδηγεί από του ατόμου εις την κοινωνίαν και όπου διατυπούται κατά πρώτην φοράν η αλήθεια, θεωρουμένη κοινός τύπος πλέον σήμερον, ότι το κράτος είναι οργανισμός. Ο Σωκράτης διακηρύττει ότι είναι ανίκανος να λύση το πρόβλημα, όπως ετέθη υπό του Αδειμάντου· εκείνο, το οποίον αποτελεί εν τη ατομική ψυχή την ουσίαν της δικαιοσύνης, θα καταστή εναργέστερον, εάν εν πρώτοις το μελετήσωμεν εκεί όπου φανερούται εν ηυξημένη αναλογία, εν τη πολιτεία δηλαδή· και τοιουτοτρόπως θα γνωρίσωμεν και την γένεσιν της δικαιοσύνης εν τη γενέσει της κοινωνίας.
Ανάγκαι αποκλειστικώς οικονομικαί ωδήγησαν, κατά τον Πλάτωνα, τους ανθρώπους εις την σύμπηξιν της πρωτογενούς κοινωνίας, δικαίως δε θα ηδύνατο, μέχρι του σημείου τούτου, η πραγματιστική ιστορική σχολή να αντιποιηθή ως αρχηγόν αυτής τον μέγαν ιδεολόγον· αλλ' ούτος, αφού εκθέση τας μεταβολάς, τας οποίας ευθύς εξ αρχής επέφεραν εις την πρώτην υγιά κοινωνίαν η τρυφή και η αύξησις του πληθυσμού, αίτινες πάλιν αφ' ετέρου εξηγούν την αναπόφευκτον ανάγκην του πολέμου και την σύστασιν ιδίας τάξεως των πολεμιστών ή φυλάκων, αναλαμβάνει να διαγράψη την εκπαίδευσιν αυτών εις τρόπον ώστε, όπως οι αγαθοί κύνες, να είναι επίφοβοι διά τους ξένους, πραότατοι διά τους οικείους και εν γένει της πόλεως σωτήρες, και ούτω αποτελεσθή το πρότυπον ιδανικής πολιτείας· από της πραγματικότητος δηλαδή και του ιστορικού των γεγονότων μεταπηδά εις μίαν τελείως ιδανικήν κατασκευήν και αντί της φυσικής ούτως ειπείν ιστορίας την οποίαν ανέλαβε να μας δώση της κοινωνίας και του κράτους, διά να καταδείξη την εν αυτοίς γένεσιν και φύσιν της δικαιοσύνης, έρχεται να διδάξη οποία τις ώφειλε να είναι κατ' αυτόν η πολιτεία.
Η κατά Πλάτωνα εκπαίδευσις της προνομιούχου των φυλάκων τάξεως, ήτις μόνη παρ' αυτώ λογίζεται και εξ ης θα ληφθώσι μίαν ημέραν οι ανώτατοι άρχοντες δεν θα μας απασχολήση εν τη συντόμω ταύτη αναλύσει περισσότερον. Η μυθολογία και η θεολογία, η γυμναστική και η μουσική λαμβάνουν παρά τω Πλάτωνι τον ιδανικόν αυτών παιδαγωγικόν τύπον, διά να καταστήσουν τελείους εκείνους, οίτινες διά της φυσικής ήδη προδιαθέσεως του πνεύματος