I.
Ανάλυσις του διαλόγου
Εις συμπόσιον δοθέν υπό του Αγάθωνος την επομένην της ημέρας κατά την οποίαν ενίκησε με την πρώτην αυτού τραγωδίαν, συνδαιτυμόνες μεταξύ των άλλων είνε ο Σωκράτης, ο Φαίδρος, ο Ερυξίμαχος, ο Παυσανίας και ο Αριστοφάνης. Επειδή δε και την προτεραίαν οι περισσότεροι από αυτούς ήσαν μαζί εορτάζοντες την νίκην, ως εκ τούτου δε διετέλουν ακόμη υπό τους ατμούς του οίνου ο οποίος είχε ρεύσει άφθονος, αποφασίζεται, κατά πρότασιν του ιατρού Ερυξιμάχου, να διεξαχθή η συναναστροφή χωρίς μέθην, ν' αποπεμφθή η αυλητρίς και να ληφθή ως θέμα ομιλίας ο Έρως, του οποίου καθένας με την σειράν θα έπλεκε το εγκώμιον. Ο Σωκράτης δεν έχει καμμίαν αντίρρησιν εις την απόφασιν αυτήν, τόσω μάλλον καθ' όσον αυτός τίποτε άλλο δεν γνωρίζει ειμή τα ερωτικά.
Και έτσι ο Πλάτων εισέρχεται εις το θέμα του.
Σημειωτέον ότι κατά τεχνοτροπίαν όχι ασυνήθη εις τον Πλάτωνα, τα πρόσωπα ταύτα δεν εισάγονται απ' ευθείας διαλεγόμενα, αλλά τα περί του Συμποσίου και των κατ' αυτό λεχθέντων διηγείται, μετά πάροδον χρόνου μακρού, προς φίλους του ο Αθηναίος Απολλόδωρος, ο οποίος πάλιν δεν παρευρέθη ο ίδιος εις το Συμπόσιον, αλλά τα ήκουσε μεν προ καιρού παρά τινος Αριστοδήμου παρευρεθέντος, τα ενθυμείται όμως καλά, διότι προσφάτως είχε λάβει αφορμήν να τα διηγηθή εις κάποιον άλλον φίλον του. Εις τρόπον ώστε τα κυρίως πρόσωπα του διαλόγου είνε δύο, ο Απολλόδωρος ούτος και ένας από τους φίλους εις τους οποίους τα διηγείται, μη ονομαζόμενος.
Κατά την αφήγησιν λοιπόν αυτήν, πρώτος ομιλεί περί του Έρωτος ο Φαίδρος, έπειτα ο Παυσανίας, ο Ερυξίμαχος, ο Αριστοφάνης, ο Αγάθων. Τελευταίος εις την σειράν έρχεται ο Σωκράτης.
Καθένας από τους πρώτους παρουσιάζει κάποιαν μονομερή φιλοσοφικήν αντίληψιν. Βεβαίως δι' όλας αυτάς τας πνευματικάς υπεροχάς ο Έρως δεν είνε απλώς το κτηνώδες αίσθημα του κοινού όχλου. Είνε κάτι περισσότερον τούτου. Αλλά τι; Όλοι φαίνονται προσπαθούντες να υψωθούν έως εις ένα σημείον υψηλοτέρας αντιλήψεως. Η πλουσία ελληνική μυθολογία τους βοηθεί εις τούτο με περισσήν πολυτέλειαν. Τίποτε εν τούτοις το άρτιον, το συστηματικόν, το συνθετικόν δεν βλέπει κανείς. Εις τους λόγους των ο Έρως φαίνεται ωσάν να έχασε μέρος από τα πτερά του και είνε ανίκανος να πετάξη εις πολύ μεγάλα ύψη μαζί των. Χελώνη βεβαίως δεν είνε. Αλλ' ούτε αετός.
Ο Πλάτων, ο οποίος είνε ο ανυπέρβλητος αριστοτέχνης εις την διαγραφήν των χαρακτήρων, έχει διά τον καθένα ιδιαίτερον τρόπον σκέψεως, αντιλήψεως, διατυπώσεως, σύμφωνον προς τον χαρακτήρα και την ειδικότητα του ομιλούντος.
Διά τον νεαρόν Φαίδρον ο Έρως είνε ο πρεσβύτατος των θεών, διότι γονείς αυτού δεν αναφέρονται από κανένα ούτε ποιητήν ούτε πεζόν, πρόξενος δε μεγίστων αγαθών εις τους ανθρώπους, ως εμπνέων αισθήματα ευγενή, την αισχύνην διά τα αισχρά, την φιλοτιμίαν προς τα καλά, την αυταπάρνησιν και την αυτοθυσίαν υπέρ του αγαπωμένου. Υπό το κράνος αυτού η Άλκηστις προσφέρεται ν' αποθάνη υπέρ του ανδρός της, ο Αχιλλεύς διά να εκδικήση τον θάνατον του Πατρόκλου. Εις τρόπον ώστε ιδεώδης τύπος μιας πολιτείας ή ενός στρατοπέδου θα ήτο ν' αποτελήται από εραστάς και αγαπωμένους.
Με τον Παυσανίαν, ο οποίος ομιλεί κατόπιν, γίνεται ένα βήμα προς τα εμπρός. Ο Έρως είνε διπλούς, διότι και Αφροδίται δύο υπάρχουν· η Ουρανία και η Πάνδημος. Αφού λοιπόν ο Έρως είναι ακόλουθος της Αφροδίτης, πρέπει και εις αυτόν κατ' ανάγκην να διακρίνωμεν τον Πάνδημον από τον Ουράνιον. Ο πρώτος είνε ο Έρως των φαύλων ανθρώπων ο αποβλέπων εις τα σώματα μάλλον των αγαπωμένων, γυναικών ή νέων, ενώ ο δεύτερος αποβλέπει εις το ηθικόν και επομένως αντικείμενον έχει το άρρεν, το φύσει ρωμαλεώτερον και μάλλον νουν έχον.
Ο ιατρός Ερυξίμαχος ανοίγει ορίζοντας ευρυτέρους. Αποδεχόμενος την διάκρισιν του Παυσανίου, ευρίσκει τον Έρωτα όχι μόνον εις τους ανθρώπους και τα ζώα και τα φυτά, αλλά και εις πολλά άλλα πράγματα υπάρχοντα ως αρμονίαν των εναντίων. Εν πρώτοις εις την τέχνην του, εις την ιατρικήν δηλαδή· διότι η ιατρική, κατά τον ορισμόν τον οποίον δίδει, είνε επιστήμη των του σώματος ερωτικών ορμών προς πλησμονήν και κένωσιν, και ο καλύτερος ιατρός είναι ο δυνάμενος να διαγνώση εις αυτάς τον καλόν και τον αισχρόν έρωτα και έχων την επιτηδειότητα να καταστήση φίλα και αγαπώμενα αμοιβαίως τα εχθρικώτατα μέσα εις το σώμα διακείμενα, δηλαδή το ψυχρόν και το θερμόν, το ξηρόν και το υγρόν και όσα άλλα τοιαύτα. Έπειτα εις την μουσικήν, η οποία είνε επιστήμη των ερωτικών σχέσεων των αναφερομένων εις την αρμονίαν και τον ρυθμόν διότι αρμονία είνε η συνδιαλλαγή του βαρέος και του οξέος τόνου, όπως ρυθμός είνε η συμφωνία του ταχέος και βραδέος. Εις την σύστασιν των ωρών του έτους επίσης, εις τας οποίας ο κόσμιος έρως συνίσταται εις σώφρονα συγκερασμόν των στοιχείων που ανέφερεν ήδη, του θερμού και ψυχρού, του υγρού και ξηρού. Η μαντική ακόμη και αι θυσίαι, τα μέσα αυτά διά των οποίων ο άνθρωπος έρχεται εις επικοινωνίαν με το θείον, δεν έχουν άλλον σκοπόν ειμή την διατήρησιν και θεραπείαν του κοσμίου έρωτος. Ο Έρως λοιπόν υπάρχει παντού, κόσμιος και ευεργετικός εις ανθρώπους και ζώα και φυτά όταν υπάρχη αρμονική συνδιαλλαγή των στοιχείων, αισχρός και ολέθριος όταν επικρατή εις αυτά η ακολασία. Τοιουτοτρόπως διά του Ερυξιμάχου ο Έρως, από του ψυχολογικού επιπέδου εις το οποίον εφαίνετο τείνων να περιορισθή μέχρις αυτού, ευρύνεται τόρα πολύ, τείνει, μέσα εις κάποιον