Εδώ έλαβε τον λόγον ο Αδείμαντος και είπε. – Κανείς δεν θα ημπορούσε, Σωκράτη, να σου αμφισβητήση την αλήθειαν αυτών, που λέγεις· αλλ' ιδού τι πάσχουν συνήθως εκείνοι, που συζητούν μαζί σου· φαντάζονται ότι, επειδή δεν είναι αρκετά γυμνασμένοι να ερωτούν και να αποκρίνωνται, παρασύρονται από κάθε ερώτησιν εις ένα μικρόν λογικόν σφάλμα και εις το τέλος της συζητήσεως, όταν αθροισθούν όλα αυτά τα μικρά, παρουσιάζεται ένα μεγαλώτατον σφάλμα και όλως διόλου εναντίον με όσα παρεδέχοντο εξ αρχής· και καθώς εις το τάβλι οι μέτριοι παίκται εις το τέλος αποκλείονται υπό των ικανών και δεν έχουν τι να ρίψουν, τοιουτοτρόπως και αυτοί αποκλείονται και δεν έχουν τι να ειπούν, εις αυτό το άλλου είδους τάβλι, που παίζεται όχι με κύβους αλλά με λόγους· διότι βέβαια, μ' όλα αυτά, η αλήθεια δεν είναι με το μέρος σου· και το λέγω αυτό σχετικώς με την τωρινήν μας συζήτησιν· πράγματι θα ημπορούσε κανείς να σου είπη, ότι είναι αδύνατον να φέρη αντίρρησιν εις εκάστην χωριστά ερώτησίν σου, αλλ' ότι βλέπομεν εις την πραγματικότητα, όσοι επιδίδονται εις την φιλοσοφίαν, όχι μόνον κατά την νεότητά των και απλώς διά να συμπληρώσωσι την εκπαίδευσίν των, αλλά και κατόπιν καθ' όλην των την ζωήν εξακολουθούν να καταγίνωνται, οι περισσότεροί καταντούν όλως διόλου αλλόκοτοι, διά να μην είπωμεν τίποτε βαρύτερον, οι δε καλύτεροι μεταξύ αυτών γίνονται τελείως άχρηστοι εις την κοινωνίαν, ακριβώς διότι ησπάσθησαν αυτό το επάγγελμα, που τόσον συ επαινείς.
Και εγώ, αφού τον ήκουσα – Αδείμαντε, του είπα, νομίζεις άραγε πως έχουν άδικον, όσοι τα λέγουν αυτά; – Δεν ηξεύρω, ήθελα μόνον να μάθω, ποία είναι η ιδική σου ιδέα. – Εγώ λοιπόν σου λέγω, ότι έχουν πληρέστατον δίκαιον. – Τότε λοιπόν πώς ημπορείς να υποστηρίζης, ότι δεν θα απαλλαχθούν ποτε αι πολιτείαι από τα κακά, που τας μαστίζουν, αν δεν αναλάβουν την διοίκησιν οι φιλόσοφοι, οι οποίοι ανεγνωρίσαμεν ότι είναι τελείως άχρηστοι δι' αυτάς; – Μου κάμνεις μίαν ερώτησιν, η οποία έχει ανάγκην να σου απαντήσω με μίαν παραβολήν. – Δεν το έχεις μολαταύτα σύστημα να ομιλής με παραβολάς.
– Πολύ καλά, με κοροϊδεύεις, βλέπω, τώρα, αφού με έρριψες πρώτα εις αυτόν τον αδιέξοδον λαβύρινθον του λόγου· άκουσε οπωσδήποτε την παρομοίωσίν μου, διά να ιδής και καλύτερα πόσον ολίγον επιδέξιος είμαι εις αυτό το είδος· διότι αυτό που παθαίνουν οι σοφοί από τας πόλεις των, δεν υπάρχει κανένα άλλο πάθημα να το συγκρίνης, και διά να δώση την εικόνα του, ένας που θα αναλάβη την απολογίαν των, πρέπει να την συναπαρτίση από πολλά διάφορα στοιχεία, όπως οι ζωγράφοι κάμνουν τους