Τώρα θα προσπαθήσω να την ίδω τάχιστα, ή μάλλον, αν σκεφθώ καλά, θέλω να το αποφύγω. Καλύτερα να την βλέπω διά των οφθαλμών του εραστού της· ίσως φανή προ των ιδίων μου οφθαλμών ουχί ως τώρα μου παρίσταται, και διατί να καταστρέψω την ωραίαν εικόνα;
16 Ιουνίου.
Διατί δεν σου γράφω: – Ερωτάς τούτο, ενώ είσαι και συ ένας από τους λογίους; Έπρεπε να μαντεύσης ότι ευρίσκομαι καλά, και μάλιστα – για να ομιλήσω σύντομα – έκαμα μίαν γνωριμίαν, η οποία εγγίζει πλησιέστερα την καρδίαν μου. Έκαμα – δεν ηξεύρω.
Δύσκολον θα μου αποβή να σου διηγηθώ με τάξιν πώς συνέβη να γνωρίσω ένα των πλέον αξιεράστων πλασμάτων. Είμαι χαρούμενος και ευτυχής, και επομένως όχι καλώς ιστορικός.
Ένα άγγελον! – Εντροπή! Έτσι ο καθένας ονομάζει την ερωμένην του· ψέμματα; Και όμως δεν είμαι εις κατάστασιν να σου ειπώ πόσον είναι τελεία, διατί είναι τελεία· εδέσμευσεν όλην μου την ψυχήν.
Τόση απλότης με τόσην διάνοιαν, τόση αγαθότης με τόσην σταθερότητα και η αταραξία της ψυχής με την αληθή ζωήν και ενέργειαν.
Αηδής φλυαρία είναι ό,τι και αν ειπώ δι' αυτήν, οικτραί αφηρημέναι έννοιαι, που κανένα χαρακτηριστικόν του εγώ της εκφράζουν. Άλλοτε – όχι, όχι άλλοτε, τώρα αμέσως θα σου το διηγηθώ. Αν δεν το κάμω τώρα, τότε ουδέποτε θα γείνη. Διότι, σου το εμπιστεύομαι, αφ' ότου ήρχισα να γράφω, τρεις φορές ήδη εσκέφθην να βάλω κάτω την πέννα, να διατάξω την επίσαξιν του ίππου μου και να υπάγω εκεί έξω. Και όμως ωρκίσθην σήμερον το πρωί να μην υπάγω εκεί πέρα, και όμως πηγαίνω κάθε στιγμήν εις το παράθυρον, διά να ίδω πόσον υψηλά είναι ακόμη ο ήλιος.
Δεν ημπόρεσα να κατανικήσω τον εαυτόν μου, έπρεπε να υπάγω έξω προς αυτήν. Ιδού, επέστρεψα Γουλιέλμε, θα φάγω το βουτυρόψωμο ως δείπνον, και θα σου γράψω. Οποία ηδονή διά την ψυχήν μου, να την βλέπω εις τον κύκλον των αγαπητών φαιδρών παιδιών, των οκτώ αδελφών της.
Αν