– Μα είναι αμαρτία! Είναι αμαρτία! φώναξε έξω φρενών το Βασιλόπουλο.
– Αμαρτία, ξαμαρτία, αυτά έχουν τα δικαστήρια! αποκρίθηκε ο άλλος.
– Όχι, αυτά δεν πρέπει να 'χουν τα δικαστήρια! είπε το Βασιλόπουλο.
Πού κάθεται ο δικαστής;
Του έδειξαν το σπίτι, και τραβώντας την Ειρηνούλα από το χέρι, έτρεξε και χτύπησε την πόρτα.
Ο δικαστής εκείνη την ώρα είχε γυρίσει στο σπίτι του, και στρωμένος στο τραπέζι, με γλύκα έτρωγε τσίρους κι έπινε μαστίχα.
– Ποιος είναι αυτού; φώναξε με γεμάτο στόμα, χωρίς να σηκωθεί.
– Άνοιξε! πρόσταξε το Βασιλόπουλο. Έχω να σου πω για τον
Κακομοιρίδη.
– Μα δε μ' αφήνεις ήσυχο! αποκρίθηκε ο δικαστής, και τσάκισε άλλον ένα ξεροψημένο τσίρο.
– Άνοιξε! φώναξε το Βασιλόπουλο. Ειδεμή σου τ' ορκίζομαι, πριν σηκωθεί ο ήλιος, θα σου έχω κόψει το κεφάλι!
– Παναγιά μου! αναφώνησε ο κυρ-Λαγόκαρδος. Ο Βασιλιάς θα είναι!
Τρέμοντας σαν το φύλλο, έτρεξε και άνοιξε την πόρτα.
Μα σαν είδε μπροστά του δυο παιδιά, ο φόβος του έγινε θυμός.
– Για να σου πω, με κοροϊδεύεις; ρώτησα απότομα. Έξω από δω, ειδεμή σας βάζω και τους δυο στη φυλακή.
Ήσυχα, μα αποφασιστικά, το Βασιλόπουλο τον παραμέρισε και μπήκε μέσα με την αδελφή του.
– Το καλό που σου θέλω, κυρ-Λαγόκαρδε, να μ' ακούσεις, είπε.
Κλείσε την πόρτα σου κι έλα δω.
Το προστακτικό ύφος του αγοριού έκανε τον Λαγόκαρδο να ζαρώσει.
– Τι θέλεις; ρώτησε μουδιασμένος.
– Θέλω να βγάλεις τον Κακομοιρίδη από τη φυλακή, αμέσως.
– Καλά, καλά, έχομε καιρό γι' αυτό, είπε λαφριά ο δικαστής.
Τώρα είναι ζεστοί και ορεκτικοί οι τσίροι. Θες κανένα;
– Δε χωρατεύω, κυρ-Λαγόκαρδε, είπε αυστηρά το Βασιλόπουλο. Ή θα βγάλεις αμέσως τον Κακομοιρίδη από τη φυλακή ή θα λογαριαστείς με μένα.
– Α, μα για να σου πω, με ζάλισες επιτέλους! είπε ο δικαστής που ξανάρχισε να θυμώνει. Δε μου λες ποια είναι η αφεντιά σου, που φοβερίζεις κιόλα;
– Είμαι ο γιος του Βασιλιά και σε διατάζω! αποκρίθηκε εξοργισμένο το Βασιλόπουλο.
Ο κυρ-Λαγόκαρδος τα έχασε. Έκανε να υποκλιθεί κι έμεινε διπλωμένος δυο κάτια.
– Διάταξε… διάταξε το δούλο σου… μουρμούρισε τρέμοντας.
– Να ελευθερώσεις αμέσως τον Κακομοιρίδη! πρόσταξε το Βασιλόπουλο.
– Αμέσως,