Όχι· Τον χαρακτήρα μου καλά τονε γνωρίζεις.
Ω, βέβαια· είσαι εχθρός εσύ εις τους ανθρώπους
και όλοι σ' αποστρέφονται και οι θεοί ακόμη.
Λέγε ό,τι θέλεις. Βέβαια εγώ δεν θα σου κάμω
πράγμα, όπου δικαίωμα δεν έχεις να σου γίνη.
Κι' όμως αδίκως φαίνεσαι σκληρός. Χωρίς να θέλης
σε κάποιον άλλον πούρχεται θενά υποχωρήσης,
σε κάποιον άνδρα, που έρχεται στου Φέρητος το σπίτι.
Αυτόν τον στέλνει ο Ευρυσθεύς στα παγωμένα μέρη
της Θράκης, δύο άλογα ζευγάρι να του φέρη.
Αυτός θα φιλοξενηθή στου Αδμήτου το παλάτι
και μέσα από τα χέρια σου θα πάρη την γυναίκα.
Έτσι κανένας από μας δεν θα χρωστάη χάρι
σ' εσένα, και εγώ θα κάμω αυτό που θέλω
και πιο πολύ θα σε μισώ αφ' ό,τι σ' εμισούσα.
Όσα κι' αν πης τα λόγια σου πηγαίνουν στα χαμένα
και η γυναίκα σήμερα θα κατεβή στον Άδη.
Πηγαίνω τώρα με αυτό το κοφτερό σπαθί μου
να την αγγίξω. Και, καθώς πολύ καλά γνωρίζεις,
ανήκει πια εις τους θεούς του Άδου, όποιος τύχη
να του αγγίξη τα μαλλιά αυτή μου η ρομφαία.
(Ο Θάνατος εισέρχεται εις τανάκτορα, ενώ ο Απόλλων εξέρχεται δεξιά. Η σκηνή μένει επί τινας στιγμάς κενή. Ησυχία απόλυτος κρατεί).
ΣΚΗΝΗ Γ'
Χορός γερόντων.
(Εισέρχονται οι γέροντες της πόλεως εκδηλούντες ανησυχίαν και αγωνίαν).
Τι να σημαίνη άρά γε αυτή η ησυχία;
Γιατί αυτή η σιωπή σ' τανάκτορα του Αδμήτου;
Δεν φαίνεται από δω κανείς να μας ειπή αν πρέπει
ν' αρχίσωμε τα κλάμματα, αν η βασίλισσά μας
απέθανε, ή και αν ζη ακόμα ή αν βλέπει
το φως του κόσμου η Άλκηστις, η κόρη του Πελία,
που τηνε ξέρομε όλοι μας ξεχωριστή γυναίκα
μέσα στης άλλες…
Στεναγμοί ακούσθηκαν και θρήνοι;
Ακούσατε καμμιά φωνή σπαρακτική να βγαίνη
ή να χτυπούν τα χέρια των εις το παλάτι μέσα,
όπως συμβαίνει πάντοτε, όταν κανείς πεθαίνη;
Ούτ' ένας δούλος φαίνεται στη θύρα του. Ω, είθε
να εφαινόσουν, συ, ω Παιάν, αλλού να μεταστρέψης
της συμφοράς τα κύματα.
Μα αν είχε πια πεθάνει,
γιατί αυτή η σιωπή;
Κι όμως έχει πεθάνει.
Κανείς δεν είδε τον νεκρό να βγάζουν…
Πώς το ξέρεις;
εγώ δεν έχω όπως συ καμμιά εμπιστοσύνη.
Εσύ τι τάχα σκέπτεσαι και έχεις τόσο θάρρος;
Μπορεί ποτέ ο Άδμητος να θάψη μια γυναίκα
– τέτοια γυναίκα! έρημη, χωρίς να μας καλέση;
Ίσως δεν έχεις άδικον. Στη θύρα εμπρός δεν βλέπω
νάχουν νερό απ' την πηγή, που πλύνουνε τα χέρια,
όταν πεθαίνη άνθρωπος στο σπίτι.
Την πλεξίδα,
δεν