ΠΡΟΣΩΠΑ
ΑΠΟΛΛΩΝ
ΘΑΝΑΤΟΣ
ΧΟΡΟΣ
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
ΑΛΚΗΣΤΙΣ
ΑΔΜΗΤΟΣ
ΕΥΜΗΛΟΣ
ΗΡΑΚΛΗΣ
ΦΕΡΗΣ
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
[Απαγορεύεται η από της σκηνής διδασκαλία άνευ αδείας του μεταφράσαντος].
ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ
ΑΛΚΗΣΤΙΣ
(Η πρόσοψις των ανακτόρων του Αδμήτου, βασιλέως των Φερών. Ο Απόλλων, φέρων το τόξον και τα βέλη του, κατεβαίνει την κλίμακα των ανακτόρων και πλησιάζει εις το προσκήνιον).
ΠΡΑΞΙΣ Α'
ΣΚΗΝΗ Α'
Ω του Αδμήτου ανάκτορα, που αν και θεός μεγάλος
εδέχθηκα να κάθωμαι στων δούλων το τραπέζι,
χαίρετε τώρα. Αίτιος αυτής μου της δουλείας
ήτανε ο Ζευς που σκότωσε με ένα κεραυνό του
τον γυιό μου τον Ασκληπιόν. Εγώ απ' τον θυμό μου
τους Κύκλωπας εσκότωσα, που την φωτιά δουλεύουν
και τηνε κάνουν κεραυνούς για τον πατέρα Δία.
Μα ο Ζευς δεν εσυγχώρησε αυτήν μου την αγρίαν
εκδίκησιν και μ' έστειλε εδώ να γίνω δούλος
ενός θνητού. Τότε κ' εγώ ήλθα σ' αυτόν τον τόπο
και του ανθρώπου έβοσκα τα βώδια, και το σπίτι
ως σήμερα επροστάτευα από κάθε δυστυχία.
Γιατί εγώ ο δίκαιος, άνθρωπο δίκαιον ηύρα
τον γιό του Φέρητος. Εγώ τον έσωσα απ' τον Άδη,
αφού της Μοίρες γέλασα. Εκείνες εχαρίσαν
σ' εμέ του Αδμήτου την ζωή, μα με τη συμφωνία
πώς κάποιος άλλος θα βρεθή για κείνον να πεθάνη.
Όλους τους φίλους ρώτησε ο Άδμητος και όλους
κρυφά τους ξέτασε αν δέχονται. Αλλ' όμως
όλοι αρνήθηκαν, κι' αυτός ο γέρος του πατέρας
και η μάννα που τον γέννησε, κι' αυτή αρνιέται ακόμη.
Και μόνο η γυναίκα του προσφέρεται θυσία,
και δέχεται για χάρι του να χάση τη ζωή της.
Τώρα μέσα σ' τανάκτορα ψυχομαχεί· γιατ' ήρθε
η μέρα που ήτανε γραφτό στον Άδη να κατέβη,
κ' η δούλες της τήνε κρατούν στα χέρια ως να πεθάνη·
τώρα κ' εγώ φεύγω μακρυά απ' ταγαπημένο σπίτι
μήπως η θέα του νεκρού την όψι μου μολύνει,
γιατί δεν κάνει ένας θεός νεκρόν να αντικρύζη.
(Παρατηρεί προς το δεξιά παρασκήνιον)
Α, να κι' ο Θάνατος. Εδώ τον βλέπω να προβαίνη,
για να την σύρη γρήγορα στου Άδου τα παλάτια
την άμοιρη βασίλισσα. Πάνω στην ώρα φτάνει
γιατ' ήλθε πλέον η στιγμή που πρέπει να πεθάνη.
ΣΚΗΝΗ Β'
(Εισέρχεται ο Θάνατος. Είναι ωπλισμένος με ξίφος. Βλέπων τον Απόλλωνα δεν αποκρύπτει την δυσαρέσκειάν του).
Α, α! Τι θέλεις, Φοίβε, εδώ τριγύρω στο παλάτι;
Τάχα ποιός είναι ο σκοπός που βρίσκεσαι εδώ γύρω;
Αν έρχεσαι το θύμα μου και τώρα να μου πάρης
σκέψου· του Άδου τους θεούς δεν πρέπει ναδικήσης,
να τους στερήσης της τιμές που είναι δίκηο νάχουν.
Δεν σ' έφτασε που εμπόδισες τον θάνατο του Αδμήτου
και που της Μοίρες γέλασες με τέτοιαν απιστία,
αλλά σε βρίσκω πάλι εδώ με τόξα και με βέλη,
για να φυλάξης τη ζωή της κόρης του Πελία,
που εδέχθη να πεθάνη αυτή για να γλυτώση εκείνος;
Ησύχασε· έχω κ' εγώ τους λόγους μου. Και έχω
μαζί μου εγώ το δίκαιον.
Αφού το δίκηο έχεις,
τι θέλουνε τα βέλη σου;
Πάντα μαζί μου τάχω
Αυτή είν' η συνήθεια.
Δεν είναι η συνήθεια·
το τόξο σου επήρες,
για να φυλάξης άδικα το σπίτι αυτό.
Με θλίβει
η συμφορά, που απειλεί αγαπημένον φίλον.
Ώστε και δεύτερον νεκρόν θέλεις να μου στερήσης;
Μήπως τον πρώτον σ' άρπαξα εγώ διά της βίας;
Μα τότε πώς ακόμη ζη και πώς στη γη γυρίζει
και όχι κάτω από τη γη στου Άδου τα παλάτια;
Σούδωκε την γυναίκα του, που πας να πάρης τώρα.
Ω, θα την πάρω βέβαια, και θα την πάω κάτω.
Πάρ' την λοιπόν και πήγαινε.