τα γερά μέλη στρώνοντας σε τούτο το άρμα.
Μα βλέπω επίσκεψι παράξενη στη γη μου
που όχι φοβούμαι, μα μου ξάφνισε το μάτι.
ποιοι τάχα νάστε; για όλους σας το λέω στη μέση:
στο ξένο αυτό, που στο άγαλμα μου έχει προσπέση,
και σε σας, που δε μοιάζετε πλάσμα κανένα
κι ούτε σας είδαν θεοί ποτέ ανάμεσά τους
κι ούτε κι αντροφέρνετε πάλι καθόλου·
μα να βρίζη κανείς την ασχημιά ενός άλλου
είν' όξω από το δίκιο αυτό κι από το νόμο.
Όλα τα πάντα σύντομα, θεά, θα μάθης·
εμείς της Νύχτας είμαστε οι φριχτές κόρες·
στα σπίτια μας, κάτ' απ τη γης, μας λεν Κατάρες.
Ξέρω και τη γενιά και το παράνομά σας.
Έτσι θα μάθης τώρα και τ' αξίωμά μας.
Θε να το μάθω, αν ξάστερα μου το ξηγήσης.
Έξω απ τα σπίτια τους φονιάδες κυνηγούμε.
Και πού στο τέλος σταματά το φευγατιό τους;
Εκεί που τι 'ναι ολότελα η χαρά δε ξέρουν.
Τέτοια λοιπόν φευγιά κι αυτού του στριγγοκράζεις;
Γιατί τη μάννα του έκρινε να πάη να σφάξη.
Χωρίς άλλης ανάγκης φόβος να τον βιάζη;
Σε τέτοιο κρίμα τι μπορεί ένα γυιό να σπρώξη;
Απ τα δυο μέρη που είστ' εμπρός, τόνα γρικιέται.
Μ' αυτός ούτ' όρκο δέχεται, ούτε μου βάζει.
Πώς έχεις δίκιο θες νακούς, μα όχι και νάχης.
Πώς λες; δεν το ξηγάς; σοφία δα δε σου λείπει.
Να μη ζητάς τάδικο μ' όρκους να νικήσης.
Μ' ανάκρινέ μας συ και δίκαζε ίσα πέρα.
Τάχα σε μένα λες την κρίσι ναναθέσης;
Πώς όχι; σε σεβόμαστε άξια κι απάξια.
Τι έχεις σ' αυτά να πης, ω ξένε, στη σειρά σου;
Πες μας τη χώρα, τη γενιά, τις συμφορές σου
κ' έπειτ' αυτήν αντίκρουσε την κατηγόρια
αν στο δίκιο μπιστεύεσαι και τάγαλμά μου
κάθεσαι τούτο και κρατείς πλάι στο βωμό μου
ικέτης ταπεινός, στου Ιξίονα το σχήμα·
μια καθαρήν απόκρισι σ' όλ' αυτά δος μας.
Ω δέσποιν' Αθηνά, πρώτ' από τα στερνά σου
τα λόγια, θέλω βγάλη μια μεγάλην έγνοια·
δεν είμ' ακάθαρτος· και μόλυσμα στο χέρι
δεν είχα, σα σου πρόσπεσα στάγαλμα ικέτης·
και θα σου φέρω απόδειξι γι' αυτό μεγάλη·
νόμος προστάζει, αμίλητος ο φονιάς νάναι
ως που σφαχτού γαλαθηνού χυθεί το αίμα
πάνω στα χέρια του και τόνε καθαρίση·
είναι καιρός που αγιάστηκα μέσ' σ' άλλα σπίτια
έτσι με τρεξιμιά νερά και με σφαχτάρια.
Λοιπόν λέω να βγήκ' η έγνοια αυτή απ τη μέση·
τώρα και τη γενιά, πούθε κρατώ, θα μάθης:
Αργείτης είμαι, τον πατέρα μου καλά γνωρίζεις
τον Αγαμέμνονα, τον αρχηγό του στόλου,
που εσύ με κείνον