Η μητέρα μου έχει πράγματι πρόβλημα στα γόνατα λόγω αδύναμων αρθρώσεων, αλλά πονάει μόνο όταν ο καιρός είναι ψυχρός και βροχερός. Ωστόσο, απόψε ο ουρανός είναι ξάστερος.
«Καλησπέρα, μπαμπά. Έχει πολύ γλυκό καιρό για την εποχή, δεν νομίζεις; Μπορείς να δεις ακόμα και τα αστέρια».
«Μην είσαι αναιδής, Κέιτλιν».
Φυσικά. Οι γονείς μου πάντα έκαναν κόμμα, ειδικά για να μου πάνε κόντρα. Η γιαγιά μου αποφασίζει να παρέμβει, προτού το δείπνο τελειώσει πριν την ώρα του. Βασικά, προτού καν φτάσουμε στο εστιατόριο.
«Λοιπόν, ας πάμε για φαγητό. Πεθαίνω της πείνας».
Η γιαγιά μου με πιάνει αγκαζέ και περπατάμε μαζί στο πεζοδρόμιο χωρίς να μιλάμε, με τους γονείς μου να μας ακολουθούν. Έχω τη δυσάρεστη αίσθηση ότι με παρακολουθούν. Νιώθω ότι ένα βλέμμα μου καίει την πλάτη και αμέσως κρύος ιδρώτας διαπερνά την σπονδυλική μου στήλη. Σίγουρα, θα μπορούσα να σκεφτώ ότι αυτή η αίσθηση οφείλεται στην παρουσία των γονιών μου, αλλά ποτέ δεν μου έχουν προκαλέσει παρόμοια σωματική αντίδραση. Με πιάνει ανατριχίλα, καθώς κοιτάω τριγύρω μήπως εντοπίσω ποιος θα μπορούσε να με παρακολουθεί. Όμως, το αδύναμο φως του φεγγαριού και οι αραιά τοποθετημένοι φανοστάτες δημιουργούν απειλητικές σκιές στο ημίφως και δεν με βοηθούν να διακρίνω καλά, αν υπάρχει κάποιος στο ημίφως.
«Κρυώνεις, αγάπη μου;» «Όχι, γιαγιά. Είμαι εντάξει. Απλώς ανυπομονώ να επιστρέψω σπίτι. Είμαι κουρασμένη».
Δεν έχω αναφέρει τίποτα για τα γράμματα στη γιαγιά μου. Δεν ήθελα να ανησυχήσει. Η ζωή της είναι ήρεμη και ειρηνική και δεν θα ήθελα να αλλάξει αυτό.
«Πότε θα με επισκεφτείς στη Βιρτζίνια; Ο καθαρός αέρας και η άπλα θα σου κάνουν σίγουρα καλό». «Δεν αμφιβάλλω καθόλου, γιαγιά, αλλά η σεζόν μόλις ξεκίνησε και οι παραστάσεις της Ωραίας Κοιμωμένης θα συνεχιστούν για αρκετές εβδομάδες». «Και στη συνέχεια, θα γίνουν οντισιόν για ένα καινούργιο μπαλέτο και προφανώς, εσύ θα πάρεις τον πρώτο ρόλο, έπειτα θα αρχίσουν οι πρόβες για τη νέα παράσταση και ξανά παραστάσεις. Κατ, δεν πρόκειται να τελειώσει ποτέ όλο αυτό».
Χαμηλώνω το κεφάλι, νιώθοντας ντροπιασμένη που είμαι τόσο κακιά εγγονή. Οι παρατηρήσεις της είναι πέρα για πέρα δικαιολογημένες.
«Λυπάμαι που σε απογοητεύω, γιαγιά».
Σταματάει τόσο απότομα για να με κοιτάξει μέσα στα μάτια που οι γονείς μου πέφτουν πάνω μας.
«Ποτέ δεν θα με απογοητεύσεις, γατούλα μου. Το ακούς; Είμαι τόσο περήφανη για εσένα, το ίδιο και οι γονείς σου».
Τους ρίχνει μια έντονη ματιά που δεν τους αφήνει άλλο περιθώριο από το να απαντήσουν καταφατικά.
«Φυσικά, Κέιτλιν. Είμαστε χαρούμενοι για εσένα».
Δεν είναι βέβαια το ίδιο πράγμα με το να είναι περήφανοι, αλλά μου φτάνει και αυτό. Γνωρίζω καλά πως δεν θα πάρω κάτι καλύτερο από αυτούς. Αρχίζουμε ξανά να περπατάμε με αργό βήμα.
«Θα ήθελα μόνο να μπορούσα να σε κάνω να ανακαλύψεις και κάτι άλλο πέρα από τον χορό. Και έπειτα θέλω να σου γνωρίσω