Ήταν πια δυνατός και γυμνασμένος όταν πήγε στο Κινγκς, και την πρώτη χρονιά έπαιξε μέσος με την σχολική ομάδα εφήβων ράγκμπι. Συνήθως απέφευγε τους νταήδες του σχολείου, πράγμα που δεν συνέβαινε και για τους άλλους νεοφερμένους, που έπεφταν συχνά θύματά τους. Έκαναν καψόνια στους νεότερους μαθητές, και τους έδιναν μικροποσά για να γίνονται χαμάληδες των μεγαλύτερων, αλλά τον Γκόντφρι δεν τον ενδιέφερε αυτό. Ωστόσο, οι μεγαλύτεροι μαθητές συχνά έσερναν με το ζόρι τους μικρούς μαθητές στα δωμάτια μελέτης τους όταν περνούσαν από έξω, και απαιτούσαν να τους κάνουν θελήματα, όπως να πηγαίνουν στο κυλικείο να τους αγοράζουν διάφορα πράγματα. Την πρώτη φορά που συνέβη αυτό στον Γκόντφρι, εκείνος απλά αρνήθηκε να πάει. Ένα μεγαλύτερο αγόρι που το έλεγαν Σμάιθ, του είπε: «Θα πας, αλλιώς θα σε σπάσω στο ξύλο».
«Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό», είπε ο Γκόντφρι ήρεμα.
«Ω! Αλήθεια;», είπε ο Σμάιθ. «Και γιατί όχι; Μπορώ να μάθω τον λόγο;».
«Πρώτον, επειδή δεν επιτρέπεται να με χτυπήσεις. Μόνο ο Αρχηγός του σχολείου μπορεί να το κάνει αυτό. Δεύτερον, γιατί όσο και να με χτυπήσεις, δεν θα με αναγκάσεις να το κάνω και τρίτον, γιατί θα σε χτυπήσω κι εγώ».
«Θα με χτυπήσεις κι εσύ; Θα με χτυπήσεις κι εσύ μπόμπιρα; Έχεις μεγάλο θράσος, κωλόπαιδο!».
Στο αναγνωστήριο, εκτός από τον Σμάιθ, ήταν και μερικοί άλλοι νταήδες. Άκουγαν με ενδιαφέρον αυτή την ''ανταλλαγή απόψεων''. Ένας από αυτούς, είπε: «Φτάνει ως εδώ κακομαθημένο μυξιάρικο. Επάνω του Σμάιθ, δώσ’ του μερικές μπουνιές!».
Ο Σμάιθ στεκόταν πάνω από τον Γκόντφρι, με τα χέρια στους γοφούς. «Τελευταία ευκαιρία, σαμιαμίδι. Θα πας στο κυλικείο;».
«Όχι, δεν θα πάω», είπε ο Γκόντφρι.
Ο Σμάιθ σήκωσε τη γροθιά του για να τον χτυπήσει στο πρόσωπο, αλλά ο Γκόντφρι έκανε πίσω και απέφυγε το χτύπημα. Έπεσε όμως σε έναν από τους φίλους του Σμάιθ κι εκείνος τον έσπρωξε μπροστά και ο Σμάιθ του επιτέθηκε ξανά. Αυτή τη φορά τον χτύπησε τόσο δυνατά στο πηγούνι, που ένιωσε τη μασέλα του να φεύγει από τη θέση της και παραπάτησε. Δάκρυα γέμισαν τα μάτια του, αλλά κατάφερε να αποφύγει ένα δεύτερο χτύπημα και έριξε μια γροθιά στον καβάλο του Σμάιθ. Ο Σμάιθ έπεσε κάτω σφαδάζοντας από τους πόνους, και οι φίλοι του ήταν έτοιμοι να χτυπήσουν τον Γκόντφρι αλλά, προτού πέσουν πάνω του, η πόρτα του γραφείου άνοιξε και εμφανίστηκε ο Αρχηγός του σχολείου, ένα αγόρι που το έλεγαν Κάρτερ.
«Τι είναι όλος αυτός ο σαματάς;».
«Αυτό το πρωτάκι αρνήθηκε να πάει στο κυλικείο για τον Σμάιθι και τον χτύπησε στα παπάρια».
«Πάντως, πρέπει να παραδεχτώ ότι έχει τσαμπουκά. Αλλά και πάλι, δεν μπορούν