«Έγραψα. Δεν φταίω εγώ που το γράμμα δεν έφτασε σε σένα. Υπέθεσα ότι είχες σκοτωθεί».
Ο Κουρτ τον έβρισε, αλλά δεν μπόρεσε να αλλάξει γνώμη στον ιδιοκτήτη. «Το παράκανες!», είπε. «Το μόνο που θέλεις είναι να μην χάνεις λεφτά. Αναθεματισμένοι Εβραίοι! Θα σου δείξω εγώ!».
Ο σπιτονοικοκύρης γέλασε. «Αλήθεια; Και τι θα μου κάνεις; Ξεκουμπίσου από δω κι άσε με ήσυχο». Πήγε να του κλείσει την πόρτα στα μούτρα, αλλά ο Κουρτ έβαλε το πόδι του για να μην κλείσει. «Τι θα γίνει με τα υπάρχοντά μας; Τόσα έπιπλα και πράγματα! Τι απέγιναν αυτά;».
«Πάνε αυτά, πουλήθηκαν για να πληρωθεί το νοίκι». Κλώτσησε το πόδι του Κουρτ και του κοπάνησε την πόρτα στα μούτρα.
Ο Κουρτ έφυγε, κι έβριζε μόνος του. Καθώς περνούσε από το ξενοδοχείο της περιοχής, παρατήρησε μια αγγελία στο παράθυρό του για μια θέση υποδιευθυντή. Μπήκε στο ξενοδοχείο και πήγε στη ρεσεψιόν. Εκεί ήταν μια νεαρή γυναίκα που φαινόταν βαριεστημένη. Τον κοίταξε από πάνω έως κάτω, παρατηρώντας την φθαρμένη στολή του και την γενικά απεριποίητη εμφάνισή του. Δεν είχε ξυριστεί για πολλές ημέρες, ούτε είχε κάνει μπάνιο από τότε που είχε φθάσει στο κέντρο υποδοχής της Βαυαρίας.
«Παρακαλώ, τι θα θέλατε;», ρώτησε.
«Έχετε βάλει αγγελία για έναν υποδιευθυντή».
Τον κοίταξε ξανά. «Νομίζω ότι η θέση έχει καλυφθεί», του είπε, και έγειρε προς τα πίσω για να αποφύγει την κακοσμία του σώματός του.
«Κοιτάξτε, έχω πραγματικά ανάγκη από δουλειά. Λυπάμαι που ήρθα σ’ αυτά τα χάλια. Μόλις επέστρεψα από το μέτωπο. Είστε σίγουρη ότι καλύφθηκε;».
Φάνηκε να δείχνει περισσότερη κατανόηση και σήκωσε το τηλέφωνο για να καλέσει τον διευθυντή. «Είναι ένας στρατιώτης εδώ που ψάχνει για δουλειά».
Άκουσε με προσοχή την απάντησή του. «Ναι, του το είπα, αλλά είναι αρκετά επίμονος». Μια παύση. «Ναι, καταλαβαίνω. Θα του το πω εγώ».
Κάλυψε το ακουστικό με το χέρι της. «Ο Χερ Κλάιν λέει ότι η μόνη θέση που υπάρχει είναι για αχθοφόρο».
«Θα την δεχτώ».
«Λέει ότι θα την πάρει», άλλη μια παύση. «Όχι, φυσικά και δεν την προσέφερα». Παύση. «Θα τον ρωτήσω».
«Πώς σε λένε, Χερ…».
«Μιούλερ, Κουρτ Μιούλερ».
Ο τόνος της άλλαξε και τον κοίταξε πιο προσεκτικά. «Χερ Μιούλερ; Ο Κουρτ Μιούλερ;». Έγνεψε καταφατικά. «Δεν με θυμάσαι; Ήμουν στην τάξη σου. Πόλα Ντίτριχ».
«Πόλα;», προσπάθησε να θυμηθεί. «Πόλα Ντίτριχ. Φυσικά. Τώρα σε θυμήθηκα». Είπε ψέματα.
Γύρισε πίσω και μίλησε χαμηλόφωνα στο τηλέφωνο. Μετά στράφηκε σ’ εκείνον ξανά και του χάρισε ένα χαμόγελο. «Ο Χερ Κλάιν θα σας δει τώρα». Έδειξε μια πόρτα στην είσοδο του ξενοδοχείου.
Ο Κλάιν έδειξε συμπονετικό ενδιαφέρον. Ήταν πρώην στρατιώτης και ο ίδιος, και παρότι ήταν πολύ μεγάλος για να πολεμήσει σ’ αυτόν τον πόλεμο, έδειξε κατανόηση στην απόγνωση του Κουρτ «Φοβάμαι, Χερ Μιούλερ, ότι δεν έχουμε κάτι κατάλληλο για κάποιον με τη δική σας μόρφωση», του είπε σε πολύ απολογητικό ύφος. Ο Κουρτ φαινόταν απογοητευμένος.
«Ωστόσο, αν είστε διατεθειμένος