Για πολλές μέρες ο Έρνεστ κειτόταν στο κρεβάτι του νοσοκομείου, και κατά τακτά διαστήματα τα τραύματά του καθαρίζονταν και απολυμαίνονταν. Μερικές μέρες ο πόνος ήταν τόσο αφόρητος, που το μόνο που ήθελε ήταν να πεθάνει, αλλά η ανάμνηση των αντρών του πληρώματος που χάθηκαν τον βοήθησε να κρατηθεί. «Δεν θα πεθάνω, δεν θα πεθάνω. Δεν θα με πάρουν κι εμένα νεκρό από εδώ μέσα», ήταν συνεχώς η σκέψη του.
Αργότερα μεταφέρθηκε σε ένα νοσοκομείο στο Λονδίνο που ήταν ειδικευμένο στη θεραπεία εγκαυμάτων όπως τα δικά του. Το σώμα του ήταν πληγωμένο, αλλά όμως θεραπευόταν. Ο πόνος γινόταν σιγά-σιγά μια αμυδρή ανάμνηση, παρόλο που η ενόχληση που είχε μέχρι να επουλωθούν οι πληγές στο καμένο του δέρμα, ήταν μόνιμος σύντροφος.
Όταν μπήκε το 1918 ήταν πια σε θέση να επιστρέψει στην οικογένειά του, στο Ντιλ του Κεντ, για να αναρρώσει. Αν και ακόμα πονούσε λίγο από τα εγκαύματα, που έπρεπε να καθαρίζονται κάθε μέρα, οι πληγές είχαν επουλωθεί και οι μώλωπές του είχαν σχεδόν εξαφανιστεί.
Κάθε μέρα περπατούσε περίπου ένα μίλι από το σπίτι του κατά μήκος του Τσέρτς Παθ κατόπιν οδηγίας των γιατρών πριν από το εξιτήριο, για να βρει τη φόρμα του και να ανακάμψει. Ήταν ένας υπέροχος ήσυχος περίπατος, και διέσχιζε μόνο δύο δρόμους μέχρι να φτάσει στην παραλία. Στην αρχή, αυτός ο καθημερινός περίπατος, αν και ωφέλιμος, τον κούραζε πολύ και πονούσε, και χρειαζόταν πάνω από δύο ώρες για να τελειώσει τη διαδρομή. Το νοσοκομείο του είχε δώσει δεκανίκια, αλλά δυσκολεύτηκε μέχρι να τα συνηθίσει. Του πήρε πολύ καιρό να μάθει να στηρίζεται σ’ αυτά, κάνοντας το ένα οδυνηρό βήμα μετά το άλλο. Αλλά σταδιακά ανέκτησε τις δυνάμεις του και μπορούσε να απολαμβάνει τον ζεστό καιρό καθώς πλησίαζε το καλοκαίρι.
Είχε ένα εβδομαδιαίο τσεκ-απ με ένα γιατρό, τον γιατρό Φιλντ, που είχε το ιατρείο του στους στρατώνες των πεζοναυτών στο Γουόλμερ. Τις πρώτες εβδομάδες, ο γιατρός έπρεπε να ελέγχει τους επιδέσμους για να βεβαιωθεί ότι οι πληγές του επουλώθηκαν σωστά. Αργότερα αφαίρεσε τα ράμματα και είπε στον Έρνεστ ότι δεν χρειαζόταν πλέον να τον βλέπει κάθε βδομάδα. «Έχεις σημειώσει ικανοποιητική πρόοδο, Υπολοχαγέ. Πώς νιώθεις;».
«Πολύ καλά, γιατρέ, σε γενικές γραμμές. Αλλά έχω ακόμα εφιάλτες».
«Ναι, το θυμάμαι. Δεν με εκπλήσσει μετά από αυτά που πέρασες».
«Νιώθω