Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος. Angelos Vlachos. Читать онлайн. Newlib. NEWLIB.NET

Автор: Angelos Vlachos
Издательство: Public Domain
Серия:
Жанр произведения: Зарубежная классика
Год издания: 0
isbn:
Скачать книгу
νεύρα! ανέκραξεν η νεαρά γυνή, και η μορφή αυτής επορφυρώθη, και η φωνή της έτρεμεν εξ αγανακτήσεως. Σου πειράζουν τα νεύρα! και δεν σου πειράζει τα νεύρα λοιπόν η δυστυχία, την οποίαν πολύ γρήγορα θα φέρης εις το σπίτι σου, η πτωχεία και η πείνα, την οποίαν μας ετοιμάζεις, η ατιμία . . . Θεέ μου! . . .

      Και η ταλαίπωρος μήτηρ μη κατορθώσασα να συμπληρώση την φράσιν της, εκάλυψε το πρόσωπον αυτής διά των χειρών και ερράγη εις λυγμούς.

      – Η ατιμία! ωλόλυξεν ο Θοδωράκης δεν ηξεύρεις τι λέγεις, . . . και κάμε μου την χάριν σε παρακαλώ . . .

      Είπε, και εβάδισεν απειλητικώς προς την Σοφίαν.

      Αλλ' η νεαρά γυνή, ωσεί μεταμορφωθείσα αίφνης, ωσεί στομωθείσα την ψυχήν διά των πικρών δακρύων άτινα έχυσαν τα όμματά της, ανέστη ορθία, και προσβλέπουσα τον σύζυγον αυτής ασκαρδαμυκτί,

      – Ναι! εφώνησεν, η ατιμία! Επώλησες ό,τι είχαμεν, και αυτά τα ολίγα μου κοσμήματα, και αυτόν τον μικρόν σταυρόν της κόρης μας, διά να αγοράσης μετοχάς, διά να παίξης εις το χαρτοπαίγνιον, διότι τι άλλο τέλος πάντων είνε αυτό το εμπόριον παρά χαρτοπαίγνιον! Και όμως δεν ησύχασες! ηγόρασες και άλλας σήμερον· με τι τας επλήρωσες; με τι θα τας πληρώσης, αφού δεν έχομεν πλέον ούτε μίαν δραχμήν διά να αγοράσωμεν ψωμί, αφού θ' αναγκασθώ να πωλήσω το μικρό αυτό υποκαμισάκι, που έρραπτα διά την κόρην μου, διά να ζήσωμεν αύριον;

      Ο Θεοδωράκης δεν ήτο πλέον ο ίδιος άνθρωπος. Ίστατο προ της συζύγου του ενεός και άφωνος, ως μη αναγνωρίζων αυτήν, ως παράφρων προς στιγμήν γενόμενος.

      – Λέγε μου λοιπόν! επανέλαβεν η Σοφία, με τι τας επλήρωσες;

      – Θα τας πληρώσω αύριον, . . απήντησε μηχανικώς ούτως ειπείν ο κερδοσκόπος.

      – Με τι; με τι; επέμενε κραυγάζουσα η νεαρά γυνή.

      – Πλην, Σοφία μου, υπέλαβεν ο σύζυγος, ηπιώτερος εκ της αλλοφροσύνης αυτού ανακύψας, αύριον θα ήνε υπερτιμημέναι, θα τας πωλήσω εις τα διακόσια, και θα ωφεληθώμεν πέντε χιλιάδας φράγκα . . .

      – Και αν αύριον δεν ήνε υπερτιμημέναι;

      – Θα ήνε μεθαύριον, αντιμεθαύριον, θα ήνε τέλος πάντων εντός ενός μηνός. Το πράγμα είνε άφευκτον. Παραγγελίαι έρχονται καθ' ημέραν από το εξωτερικόν, από την Κωνσταντινούπολιν . . . και μέχρι της λήξεως τον συναλλάγματος . . .

      Και ο κερδοσκόπος, ωσεί άκων εξολισθήσας εις την τελευταίαν του εξομολόγησιν, ανεστάλη αποτόμως, ψιθυρίζων καθ' εαυτόν – Διάβολε! πώς μου εξέφυγε!

      – Συναλλάγματος! εξεφώνησεν η νεαρά γυνή· υπέγραψες συνάλλαγμα, διά να αγοράσης παληόχαρτα; Έδωκες την υπογραφήν σου, την τιμήν σου, διά να πλουτίσης με τον νουν, διά να έμβης μεθαύριον εις την φυλακήν, και να με αφήσης εις τους πέντε δρόμους;

      Η Σοφία δεν ηδυνήθη να περάνη τους λόγους της. Οι αλλεπάλληλοι κλονισμοί κατέβαλον αυτήν, και έπεσε λιπόθυμος επί τινος έδρας.

      Αλλ' η πεπωρωμένη, φαίνεται, του συζύγου του της καρδία ουδόλως εκ του θεάματος εκείνου εταράχθη, ενώ εγώ, η απλή μάρτυς του μικρού εκείνου οικογενειακού δράματος, έτρεμον όλη εκ της συγκινήσεως.

      Πλησιάσας ο Θοδωράκης εις το τραπέζιον, εφ' ου εκείμην μετά των άλλων μου αδελφών, ήνοιξε τον σύρτην αυτού και μας εκλείδωσεν εντός των σκοτεινών του μυχών.

      – Εκείθεν