Τέλος πάντων η θύρα ηνοίχθη, το πλήθος εισέρρευσε, και αι στιβάδες ημών ήρχισαν ελαττούμεναι.
Δεν δύναμαι να περιγράψω την σκηνήν εκείνην της διανομής, διότι μόλις διατηρώ αυτήν εις την μνήμην μου. Μετά τρόμου όμως και φρίκης ενθυμούμαι ακόμη, ότι και η ύπαρξις ημών αυτή εκινδύνευσε πολλάκις, εν μέσω των πανταχόθεν προτεινομένων άπληστων χειρών, αίτινες διημφισβήτουν την κατοχήν εκάστης εξ ημών. Το κατ' εμέ, ταχέως έπαυσεν η αγωνία μου, διότι είχα το ευτύχημα να εγχειρισθώ μετ' άλλων τετρακοσίων ενενήκοντα εννέα αδελφών μου εις σοβαρόν τινα και μεγαλόσχημον Κύριον, όστις, εισελθών εις το δωμάτιον διά μικράς τινος πλαγίας θύρας, επλησίασεν εις τον διανομέα ταμίαν και τω είπεν ολίγας λέξεις εις το ους.
Ούτω, χαίρουσα καν ότι δεν εγκατέλειπον εντελώς τας αδελφάς μου, αφήκα την κοιτίδα της βρεφικής μου ηλικίας, και μετέβην εις τους κόλπους του κυρίου εκείνου, όστις υπόπτερος και χαίρων εξήλθεν εις την οδόν. Εννοείται ότι ανέπνευσα κάπως ελευθερώτερον ή υπό την φοβεράν εκείνην στιβάδα, υφ' ην διετέλεσα ολόκληρον νύκτα. Είδα ολίγον, διά μιας μου γωνίας, ήτις προείχε του θυλακίου του νέου μου κατόχου, το φως του ηλίου, και θα ήκουα ίσως και το άσμα των πτηνών, άτινα εφλυάρουν εις τας λεύκας της οδού, αν δεν με ετάραττον οι βίαιοι παλμοί της καρδίας του κτήτορός μου.
Μετ' ολίγον εφθάσαμεν εις την οικίαν, και ο φέρων με κατέπεσεν ασθμαίνων επί του ανακλίντρου, μόλις κατορθώσας να απαντήση: «Πεντακοσίας!» εις την ερώτησιν της συζύγου του:
– «Πόσας;»
– Τόσας μόνον; ηρώτησε και πάλιν δι' οξείας και πεισματώδους φωνής η κυρία, εύσωμος δέσποινα, ομοιάζουσα με αυγόν κινούμενον.
– Αι, αγάπη μου, απήντησεν ο σύζυγος με φωνήν μόλις αρθρουμένην εις φθόγγους· έπρεπε να ήσουν εκεί, να ιδής τι κακόν γίνεται! μόνον πώς δεν δέρνονται οι άνθρωποι.
– Καλέ τι με λες; θα υψωθούν λοιπόν γρήγορα;
– Εννοείται. Τριάντα φράγκα υπερτίμησιν μου προσέφεραν ήδη, μόλις εβγήκα από την Τράπεζαν.
– Τι καλά! Φαντάσου αν είχαμεν χιλίας!
– Και αν είχαμεν δύο χιλιάδας, υπέλαβεν ηλιθίως μειδιών ο κύριός μου, ακόμη καλλίτερα.
Δυστυχώς ο διάλογος εκείνος, όστις αντήχει ως ωραία μουσική εις τα ώτα μου, διεκόπη ταχέως, και είδα χαίνουσαν μετ' ολίγον ενώπιόν μου την θύραν νέας φυλακής, του σιδηρού κιβωτίου του κτήτορός μου. Τρόμου φρικίασις διέτρεχεν ήδη τα χάρτινα