Άλλα δυο χρόνια πρέπει να κολυμπούσα στα παιδιακήσια μου χρόνια σαν ψάρι στα γαλανά του νερά, και κόσμο δεν έβλεπα παρά σαν πηδούσα κάποτες απάνω στο κύμα και κοίταζα στον αέρα πότε αχτίδες, πότε σκοτάδι.
ΣΗΜ. Κ' εδώ αφίνουμε μερικές σελίδες.
Β' ΠΡΩΤΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΙ ΠΟΝΟΙ
Περνούσαν ως τόσο τα χρόνια. Τον ένοιωθα πια τώρα τον εαυτό μου. Ήξερα πως είμαστε φτωχοί, πως έπρεπε να δουλεύη άνθρωπος για να ζήση, πως γι' αυτό δούλευε η μάννα μου, και πως σα μεγαλώσω θα δουλεύω κ' εγώ. Δηλαδή τόξερα, καθώς ήξερα πως κάθε βράδυ βασιλεύει ο ήλιος και βουτάει στο πέλαγο. Το &γιατί& τους δεν το απείκαζα· το &γιατί& γλυκοχαράζει κατόπι, κι αυτό όχι πάντα. Στα παιδιακήσια τα χρόνια τα παίρνουμε καθώς φαίνουνται όλα. Ζωγραφιές μαζεύουμε, και τίποτις άλλο. Μα αυτό δεν πάει να πη και πως δε νοιώθουμε κόσμο. Παιδί δεν είνε που δε σκαρώνει ένα μικρόκοσμο γύρω του, με τους φίλους του, με τους εχτρούς του, άλλους να του ζητούνε δανεικά, άλλους να τονε ζουλεύουν, άλλους να τον κατατρέχουν, κι άλλους να τονε διαφεντεύουν. Παιδί δεν είνε που δεν έχει τις συλλογές του, τις πίκρες, τις στενοχώριες. Ποίος δε θυμάται σπάσιμο παιχνιδιού, φταίξιμο που δεν κρύβεται, ποιος δεν έννοιωσε κοφτερό μαχαιράκι στην καρδιά του σαν έφευγε κανένας αγαπημένος από το σπίτι, ή κι από τη γειτονιά; Εγώ τονε θυμούμαι ακόμη το φίλο μου το Ζανούλη σαν ταξίδευε για την Ίμπρο με τον πατέρα του. Ράγιζε η καρδιά μου. Είτανε βράδυ όταν με πλάκωσε η θλίψη αυτή. Η Αννούλα συγύριζε το τραπέζι και τραγουδούσε το καινούριο το τραγούδι της Λενιώς του Καλαφάτη. Κ' η μάννα, για να με κάμη να λησμονήσω τον πόνο μου, άρχισε να μου δηγάται την ιστορία του τραγουδιού. Μου παράστηνε κάτι Τούρκους που έρχουνται από την Ανατολή και φέρνουνε χαλασμό. Πατούνε σπίτια και πύργους, σκοτώνουνε χριστιανούς, κλέβουν τα παιδιά τους, και τα παίρνουνε στην Ανατολή και τα τουρκέβουν. Σαν πέτρες έπεφταν αυτά τα λόγια στο μικρό μου κεφάλι. Ξεχνώ την ιστορία της Λενιώς, κι αρχίζω και ρωτώ χίλια άλλα πράματα. Γιατί τους αφίνουμε τους Τούρκους και τα κάμνουν αυτά; Πώς δε λέμε του Δεσπότη να τους παιδέψη; Και σαν τουρκέψουν, τι γίνουνται τα παιδιά; Κ' η μακαρίτισσα μου τα ξηγούσε όλα με υπομονή, πως αυτοί είναι πιώτεροι από μας, πως είνε αφεντάδες αυτοί, πως εμείς άλλο φίλο δεν έχουμε παρά το Θεό, κι ο Θεός θα μας γλυτώση μια μέρα από τους Τούρκους, καθώς μας γλύτωσε από το θανατικό πρόπερσι.
Με θεράπεψε η προφητεία αυτή. Ο Θεός θα μας γλυτώση. Ένα φύσημα, και θα τους πετάξη όλους στη θάλασσα. Εμείς θα καθούμαστε στα μιντέρια, κι αυτοί θα πετούν και θα φεύγουν.
– Ως τόσο τι την έκαμαν τη Λενιώ; ρωτώ άξαφνα.
Εκείνη την ώρα, να και μπαίνει ο γερο-Βασίλης. Ο γέρο Βασίλης είχε παρμένο αποκοπή το χτήμα μας στην αγαπημένη αυτή την εξοχή που περνώ τώρα τα γερατειά μου, και που τη λένε Μεσοβούνι. Ερχότανε συχνά το βράδυ, και δειπνούσε μαζί μας. Πρόσχαρος γέρος, λίγα λόγια με ξένους, πολλά με δικούς. Μπορούσε να πηδήξη σε πηγάδι για