Η Τάμπαθα αναστέναξε, ήξερε πως αυτό θα πληγώσει πολύ τον Τζέισον αλλά ως ένα σημείο ήταν και δικό του φταίξιμο. Κάποιος τόσο ωραίος όπως εκείνος δεν έπρεπε να είναι κολλημένος με το μόνο κορίτσι το οποίο τον έβλεπε ως καλύτερο φίλο και αδελφό.
'Ναι, είναι αλήθεια.' Είπε η Τάμπαθα μαλακά. 'Ξέρω πως δεν είχε σκοπό να σε πληγώσει. Σε αγαπάει...ξέρεις.'
Ο Τζέισον αναστέναξε ήρεμα και η Τάμπαθα τον λυπήθηκε. Κυνηγούσε την Ένβι τόσο καιρό και ήταν το μόνο κορίτσι το οποίο είχε κοιτάξει ποτέ. Τώρα δεν είχε καμία ελπίδα πια μαζί της αλλά η Τάμπαθα δεν είχε σκοπό να του το πει αυτό. Αυτό ήταν δουλειά της Ένβι.
'Το ξέρω πως δεν ήθελε να με πληγώσει,' είπε ο Τζέισον μετά από λίγο. 'Φαντάζομαι πως θα έπρεπε να το είχα πάρει χαμπάρι όταν εκείνη δεν καταλάβαινε καν πως φλέρταρα μαζί της.'
'Το καταλάβαινε, Τζέισον,' είπε η Τάμπαθα. 'Αλλά δεν ήθελε να χαλάσει τη φιλία σας.'
Ο Τζέισον μουρμούρισε, 'Ναι, το πιο πιθανό είναι να τη χαλούσε, αλλά δε μπορείς να κατηγορήσεις κάποιον που κάνει όνειρα, σωστά;'
'Μπορώ να σε κατηγορήσω για πολλά πράγματα,' άκουσε η Τάμπαθα τον Τζέικομπ να λέει από το βάθος.
'Εσύ να βγάλεις το σκασμό,' γρύλισε ο Τζέισον φιλικά και η Τάμπαθα τον άκουσε να κοπανάει την καρέκλα στο πάτωμα στην αρχική της σωστή θέση. 'Τάμπαθα, θα σε πάρω μετά.' Το παιδάκι εδώ άρχισε να μου πετάει χαρτάκια.'
Η Τάμπαθα χαχάνισε και κούνησε το κεφάλι της, 'Έγινε, τα λέμε μετά.'
Έκλεισε το τηλέφωνο και κάθισε για λίγο κρατώντας το στο χέρι πριν το βάλει πίσω στη φόρτιση. Κοίταξε γύρω της στο διαμέρισμα ξανά, και δεν ένιωθε πια τόσο μόνη. Ο Τζέισον θα χρειαζόταν τη φιλία της τώρα περισσότερο από ποτέ και το να την έχει κάποιος ανάγκη την έκανε να αισθάνεται μεγαλύτερη σταθερότητα.
Σηκώθηκε, τέντωσε τα χέρια της πίσω από το κεφάλι της και προχώρησε στο χολ που οδηγούσε στο δωμάτιο της. Ξεντύθηκε και φόρεσε ένα αντρικό μποξεράκι και ένα μπλουζάκι πριν βουλιάξει στο μαλακό, γνώριμο, δροσερό κρεβατάκι της.
Αυτή τη φορά δεν σταμάτησε την ανάμνηση στο μυαλό της καθώς βυθιζόταν στον ύπνο. Άλλωστε, έπρεπε να καταλάβει τι συνέβη, και δε θα έφευγε η εικόνα μέχρι να καταλάβει...οπότε γιατί να το πολεμήσει; Βυθίστηκε στο σκοτάδι του ύπνου βλέποντας ακόμη την εκκλησία και τα μάτια του Κέιν.
*****
Η Τζούελ βημάτιζε πάνω κάτω στο δωμάτιο του Στίβεν. Είχε σταυρώσει τα χέρια της στο στήθος της και έτρωγε τα νύχια της, κάτι που είχε να κάνει από όταν ήταν μικρό παιδί.
'Εγώ φταίω,' είπε μαλακά προσπαθώντας να βγάλει από το μυαλό της την εικόνα του πατέρα της, σταυρωμένο πάνω από την Αγία Τράπεζα της εκκλησίας στην οποία πήγαινε όλη του τη ζωή. Πόσες φορές είχε προσευχηθεί ακριβώς κάτω από εκεί που είχε πεθάνει; Ήξερε πως ο Άντονι ήταν διεστραμμένος αλλά αυτό ήταν και σαδιστικό.
Ο Στίβεν παρακολουθούσε τη γυναίκα να βηματίζει πέρα δώθε και μπορούσε να δει τα χείλη της να κινούνται χωρίς να βγαίνει ήχος από το στόμα της, καθώς το μυαλό της έτρεχε και παραμιλούσε. Άπλωσε το χέρι του και το ακούμπησε μαλακά στον ώμο της σε μια προσπάθεια να την ηρεμήσει. 'Τζούελ, τίποτα από όλα αυτά