Εκκλησιάζουσαι. Aristophanes. Читать онлайн. Newlib. NEWLIB.NET

Автор: Aristophanes
Издательство: Public Domain
Серия:
Жанр произведения: Зарубежная классика
Год издания: 0
isbn: http://www.gutenberg.org/ebooks/27429
Скачать книгу
title>

      ΠΡΟΣΩΠΑ

      ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ γυνή Αθηναία

      ΜΕΡΙΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ (Α, Β, Γ, Δ, Ε, Ζ, Η, θ, I, κλπ.)

      ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

      ΒΛΕΠΥΡΟΣ σύζυγος της Πραξαγόρας

      ΑΝΗΡ [ΓΕΙΤΩΝ] (του Βλεπύρου)

      ΧΡΕΜΗΣ πολίτης Αθηναίος

      Ο ΚΑΤΑΘΕΙΣ (ΑΝΗΡ Α')

      Ο ΜΗ ΚΑΤΑΘΕΙΣ (ΑΝΗΡ Β')

      ΚΗΡΥΞ

      ΜΕΡΙΚΑΙ ΓΡΑΙΑΙ (Α', Β', Γ')

      ΝΕΑΝΙΣ

      ΝΕΑΝΙΑΣ

      ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ (του Βλεπύρου)

      ΔΕΣΠΟΤΗΣ (όστις δύναται να ήνε και ο Βλέπυρος)

      ΠΡΟΣΩΠΑ ΒΩΒΑ

      ΣΙΜΩΝ & ΠΑΡΜΕΝΩΝ κομίζοντες τα σκεύη του Καταθέντος. (Μέρος Β')

      ΑΥΛΗΤΗΣ (Μέρος Δ')

      ΓΕΡΩΝ διαβάτης (Μέρος Δ').

      [Η παράφρασις αύτη των «Εκκλησιαζουσών» εδιδάχθη το πρώτον εις το

      θέατρον της «Νέας Σκηνής» την 11 Αυγούστου 1904].

      ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ

      "ΕΚΚΔΗΣΙΑΖΟΥΣΑΙ"

      ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ

      [Η σκηνή παριστά οδόν απόκεντρον και σκοτεινήν. Οικίαι τινές χαμηλαί φαίνονται κατά σειράν, εξ απόψεως δε η Ακρόπολις μετά του Παρθενώνος. Είνε νυξ].

      ΣΚΗΝΗ Α'

      ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ εξέρχεται μετά προφυλάξεως εκ της οικίας της, κρατούσα λύχνον ανημμένον, τον οποίον τοποθετεί επί τινος λίθου και ομιλεί προς αυτόν:1

      Ώ φως λαμπρό του λύχνου μου! – που στον τροχό τον πλάσανε,

      και ύστερα ψηλά ψηλά στο σπίτι τον κρεμάσανε!

      Λύχνε, θα ειπώ την τύχη σου και την καταγωγή:

      Βγαλμένος από τον τροχό, που ζύμωσε τη γη,

      χύνεις αχτίνες λαμπερές, κ' η [λαδερή σου] μύτη

      λαβαίνει όλες της τιμές του Ήλιου μέσ' στο σπίτι.

      Λοιπόν το φως σου χύνε

      'ς ό,τι μαζύ σου είνε.

      Τα μυστικά μας έχουμε και όλα τα κρυμμένα

      'ς εσέ φανερωμένα, —

      γιατί ποτέ δεν κρύψαμε απ' το δικό σου μάτι

      της στάσεις, που λαβαίνουμε απάνω στο κρεββάτι,

      ούτε μπορέσαμε ποτέ μέσ' στα κρυφά μας δώματα,

      να κρύψουμ' από το μάτι σου τα ντούρα μας τα σώματα,

      και κάθε μας κρυφή μεριά φωτίζεις μοναχός σου,

      και όπου τρίχες μας ανθούν, γυαλοκοπούν στο φως σου.

      Κι' όταν, από τους άνδρες μας κρυφά, στης αποθήκες

      πάμε για φρούτα και κρασί, πάντα μπροστά μας βγήκες,

      και μολονότι εγκληματείς μαζύ μας τόσους χρόνους,

      ποτέ δεν το μαρτύρησες, λυχνάρι, στους γειτόνους!

      Γι' αυτό θα μάθης σήμερα, [αγαπητό καντήλι μου],

      ό,τι εσυμφωνήσαμε εγώ και κάθε φίλη μου

      στων Σκίρων την πανήγυρι.. Μα [βλέπω ερημιά],

      κι' απ' όσες καρτερώ ναρθούν, δεν φαίνεται καμμιά..

      Κοντεύει όμως η αυγή,

      και είνε χρέος η Βουλή πρωί πρωί να βγη..

      Και πρέπει να προφθάσουμε

      της έδρες τους να πιάσουμε,

      – που κάποτ' ο Φυρόμαχος είπε γι' αυτές, πως «πρέπει

      η πόρνες όταν κάθωνται κανείς να μη της βλέπη».

      Τι να συμβαίνη άρα γε; μήπως δεν είχαν έννοια

      να ράψουνε τα γένεια,

      που είπαμε να φέρνουμε, ή μήπως δεν μπορούνε

      να κλέψουν τα φορέματα, που οι άνδρες τους φορούνε;

      Μα βλέπω ένα φως εκεί που φθάνει γάλι-γάλι·

      μήπως είν' άνδρας πούρχεται; εγώ το στρίβω πάλι.

      (Διατίθεται να παραλάβη τον λύχνον και να φύγη. Εισέρχεται αριστερόθεν η Α' ΓΥΝΗ φέρουσα λύχνον, περιβολήν ανδρικήν ανά χείρας μετά πλαστής γενειάδα και βακτηρίαν).

      ΣΚΗΝΗ Β'

      ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ και κατά μικρόν αι ΓΥΝΑΙΚΕΣ Α', Β', Γ, Δ'. κλπ.

      Α' ΓΥΝΗ

      Ε! ώρα να τραβήξουμε λοιπόν για τη Βουλή·

      τώρα για δεύτερη φορά ο πετεινός λαλεί.

      ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ

      Εγώ σας καρτερούσα,

      κι' ολονυχτής τα μάτια μου να κλείνω δεν μπορούσα.

      Α, στάσου τώρα μια στιγμή για να ειδοποιήσω

      και τη γειτόνισσ' από δω, και να της γρατσουνίσω

      την πόρτα με το νύχι μου, κ' εκείνη να το στρίψη,

      χωρίς να νοιώση ο άνδρας της τη νύχτα πως θα λείψη.

      (Εκτελεί. Μετά στιγμήν ανοίγεται η θύρα και εξέρχεται μετά προφυλάξεως η Β' ΓΥΝΗ κρατούσα γένεια, ράβδον, ενδύματα και υποδήματα ανδρικά εις τας χείρας).

      Β' ΓΥΝΗ

      Την ώρα όπου σ' άκουσα να γρατσουνάς τη θύρα

      φορούσα τα παπούτσια μου· γιατί αυτός που πήρα,

      [και είνε Σαλαμίνιος ο άνδρας μου], φιλτάτη,

      γερό κουπί μου τράβαγε τη νύχτα στο κρεββάτι.

      [Έτσι δεν ήταν δυνατό να κοιμηθώ σιμά του],

      και


<p>1</p>

Ο μονόλογος ούτος της Πραξαγόρας πρέπει ν' απαγγέλληται υπό του ηθοποιού όσον οίον τι πομπωδώς, διότι διά τούτου παρωδεί και σατιρίζει ο Αριστοφάνης το ύφος των τραγικών ποιητών.